Ο Τζο Μπάιντεν προεδρεύει σε μία περίοδο, κατά την οποία, οι εταιρίες στις ΗΠΑ συνασπίστηκαν και αύξησαν τις τιμές για τους Αμερικανούς καταναλωτές, σχολιάζει το POLITICO.
Αυτό τουλάχιστον, είναι το πολιτικό αφήγημα που θέλει να προωθήσει ο Λευκός Οίκος και οι πολιτικοί σύμμαχοί του, κυρίως, η γερουσιαστής των Δημοκρατικών Ελίζαμπεθ Γουόρεν.
Ο Λευκός Οίκος ειδικότερα, στοχοποίησε τις επιχειρήσεις συσκευασίας κρέατος, κατά τις προηγούμενες ημέρες. Οι οικονομολόγοι του παρουσίασαν μία ανάλυση, κατηγορώντας τις εταιρίες του κλάδου για υπερβολικά κέρδη, με την υπεύθυνη Τύπου Τζεν Ψάκι να καυτηριάζει «την απληστία των εταιρικών κοινοπραξιών στον τομέα επεξεργασίας του κρέατος».
Ακολούθησε η άσκηση κριτικής για τη βιομηχανία πετρελαίου και φυσικού αερίου, ενώ κριτική δέχθηκε ακόμη και η αλυσίδα καταστημάτων εκπτωτικών προϊόντων Dollar Tree για την αύξηση των τιμών.
Η Γουόρεν δηλώνει ότι η δυναμική αύξησης των τιμών, αλλά και αύξησης των κερδών των εταιρικών κοινοπραξιών «δεν είναι απλά μία αναπόφευκτη δύναμη οικονομικής φύσης. Είναι απληστία, ενώ σε μερικές περιπτώσεις, είναι ευρέως παράνομη».
Ακολουθώντας την ίδια τακτική, ο Ρόμπερτ Ράιχ πρώην υπουργός Εργασίας την περίοδο της προεδρίας Κλίντον έδωσε πρόσφατα έμφαση, «στις μεγάλες εταιρικές κοινοπραξίες που έχουν τη δύναμη να επιβάλλουν αύξηση των τιμών» ως «την πραγματική αιτία πίσω από την αύξηση του πληθωρισμού στις ΗΠΑ».
Κανένας από την αριστερή πτέρυγα των Δημοκρατικών δεν φαίνεται να αρνείται τον ρόλο που έχουν τα προβλήματα στην αλυσίδα εφοδιασμού για την αύξηση του πληθωρισμού, αλλά η εστίαση της κριτικής στην απληστία των εταιριών, εξελίσσεται σε έναν παράλογο τρόπο υποβάθμισης της γενικότερης κατάστασης στην αμερικανική οικονομία.
Το οικονομικό φαινόμενο της αύξησης του πληθωρισμού έχει πολλαπλές αιτίες, ενώ ο ρόλος μερικών εταιρικών κοινοπραξιών που επηρεάζουν την πορεία των τιμών για τους καταναλωτές, δεν αποτελεί τη βασική αιτία της αύξησης των τιμών.
Το αφήγημα του Λευκού Οίκου είναι ένα παραμύθι που έχει ως στόχο να μετατοπίσει τις πολιτικές ευθύνες για την οικονομική δυσαρέσκεια, που δρα περιοριστικά στην προεδρία Μπάιντεν.