Οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής καταδίκασαν την απαγόρευση διαδηλώσεων που επέβαλε η στρατιωτική χούντα στη Μιανμάρ, με στρατιωτικό νόμο, με την Ουάσιγκτον να καταδικάζει την απόρριψη αιτημάτων της να επικοινωνήσει με την πρώην ηγέτιδα, Αούνγκ Σαν Σου Τσι.
«Βρισκόμαστε στο πλευρό του λαού της Μιανμάρ και στηρίζουμε το δικαίωμά του να συνέρχεται ειρηνικά και ιδίως να διαδηλώνει ειρηνικά υπέρ της δημοκρατικά εκλεγμένης κυβέρνησης», δήλωσε ο εκπρόσωπος Στέιτ Ντιπάρτμεντ, Νεντ Πράις.
«Ασφαλώς και ανησυχούμε ιδιαίτερα για τις πρόσφατες ανακοινώσεις του στρατού που περιορίζουν τις δημόσιες συγκεντρώσεις», πρόσθεσε στους δημοσιογράφους.
Η στρατιωτική χούντα της Μιανμάρ, που ανέτρεψε με πραξικόπημα την περασμένη Δευτέρα τη δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση, κήρυξε σήμερα στρατιωτικό νόμο σε διάφορες περιοχές της οικονομικής πρωτεύουσας Ρανγκούν, της Μανταλάι (κέντρο), της δεύτερης πόλης της χώρας, καθώς και σε άλλα μέρη της επικράτειας.
Η χούντα απαγόρευσε διαδηλώσεις και συναθροίσεις άνω των πέντε ατόμων και επέβαλε απαγόρευση της κυκλοφορίας από τις 20:00 έως τις 4:00 τα ξημερώματα, τοπική ώρα.
Η κίνηση ακολουθεί πολυάριθμες διαδηλώσεις υπέρ της δημοκρατίας που πραγματοποιήθηκαν το Σάββατο και την Κυριακή ενάντια στο πραξικόπημα της 1ης Φεβρουαρίου, που ανέτρεψε την κυβέρνηση της Αούνγκ Σαν Σου Τσι.
Παρά τις προσπάθειές της, η Ουάσιγκτον δεν μπόρεσε να επικοινωνήσει με την πρώην ηγέτιδα και κάτοχο βραβείου Νόμπελ Ειρήνης, η οποία κρατείται σε άγνωστη τοποθεσία, ανέφερε ο εκπρόσωπος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ.
«Επιχειρήσαμε να επικοινωνήσουμε με την Αούνγκ Σαν Σου Τσι. Το κάναμε ανεπίσημα και επίσημα», δήλωσε ο Πράις. «Αυτά τα αιτήματα», είπε, «απορρίφθηκαν».
Ο ίδιος κάλεσε επίσης την Κίνα, ιστορικό σύμμαχο του στρατού της Μιανμάρ, να καταδικάσει το πραξικόπημα.
Ο Λευκός Οίκος, από την πλευρά του, απείλησε τους πραξικοπηματίες με «στοχευμένες κυρώσεις», εάν δεν εγκαταλείψουν την εξουσία.