Οι πέντε πρώην αστυνομικοί που κατηγορούνται ότι ξυλοκόπησαν μέχρι θανάτου, τον περασμένο Ιανουάριο, τον Αφροαμερικανό Ταϊρί Νίκολς, δήλωσαν αθώοι σήμερα, ενώπιον δικαστηρίου του Μέμφις, στις ΗΠΑ.
Οι πρώην αστυνομικοί, που είναι και οι ίδιοι Αφροαμερικανοί, απολύθηκαν όταν αποκαλύφθηκε η υπόθεση. Πρόκειται για τους Ταντάριους Μπιν, Ντιμίτριους Χέιλι, Τζάστιν Σμιθ, Έμιτ Μάρτιν Γ΄ και Ντέσμοντ Μιλς Τζούνιορ. Όλοι τους κατηγορούνται για ανθρωποκτονία, πρόκληση τραυμάτων, απαγωγή και κατάχρηση εξουσίας.
Η μητέρα του Ταΐρί Νίκολς, η Ρόουβον Γουέλς, ήταν παρούσα στο δικαστήριο μαζί με τον δικηγόρο της, τον Μπεν Κραμπ, ο οποίος είναι γνωστός επειδή αναλαμβάνει πολλές υποθέσεις αστυνομικής βίας.
Η επόμενη δικάσιμος ορίστηκε για την 1η Μαΐου.
Ο δικαστής Τζέιμς Τζόουνς Τζούνιορ ζήτησε από τους κατηγορούμενους και το ακροατήριο να κάνουν υπομονή και ζήτησε από τους πρώην αστυνομικούς «να συνεργαστούν» με τους συνηγόρους τους. «Όλοι οι εμπλεκόμενοι θέλουν να κλείσει αυτή η υπόθεση το συντομότερο δυνατόν», είπε. «Όμως είναι σημαντικό να καταλάβετε όλοι ότι η Πολιτεία του Τενεσί, όπως και οι κατηγορούμενοι, έχουν δικαίωμα σε μια δίκαιη δίκη και δεν θα επιτρέψω καμία συμπεριφορά που θα έθετε σε κίνδυνο αυτό το δικαίωμα», προειδοποίησε.
Στη συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε αμέσως μετά, ο Μπεν Κραμπ φάνηκε να απαντά στον δικαστή, όταν ζήτησε να προχωρήσει «γρήγορα» η διαδικασία. «Δεν θέλουμε να κρατήσει μια αιωνιότητα. Έχουμε βίντεο», είπε.
Τα πλάνα από τη σύλληψη και τον ξυλοδαρμό του Νίκολς μεταδόθηκαν στα τέλη Ιανουαρίου από πολλά μεγάλα τηλεοπτικά δίκτυα στις ΗΠΑ. Η μητέρα του είπε σήμερα ότι θα παραβρίσκεται σε όλες τις δικαστικές διαδικασίες «μέχρι να δικαιωθεί ο γιος της».
«Και θέλω αυτοί οι αστυνομικοί να με κοιτάξουν στα μάτια. Δεν το έχουν κάνει ακόμα (…) δεν είχαν το θάρρος να με κοιτάξουν στα μάτια μετά από αυτό που έκαναν στον γιο μου», πρόσθεσε.
Ο 29χρονος Ταΐρί Νίκολς συνελήφθη στις 7 Ιανουαρίου από πράκτορες μιας ειδικής μονάδας του Μέμφις, για παραβίαση του κώδικα οδικής κυκλοφορίας. Οι αστυνομικοί τον ξυλοκόπησαν –μέχρι που, σύμφωνα με την οικογένειά του, το πρόσωπό του έγινε αγνώριστο– και πέθανε τρεις ημέρες αργότερα στο νοσοκομείο.