Μια 97χρονη ομοσπονδιακή δικαστής, η οποία τέθηκε σε διαθεσιμότητα πέρυσι από Εφετείο στις ΗΠΑ, αφού κατηγορήθηκε για «ακαταλληλότητα» λόγω διανοητικής και σωματικής αδυναμίας που σχετίζεται με την ηλικία της, έχασε την προσφυγή που είχε υποβάλει στην προσπάθειά της να επιστρέψει στην έδρα της.
Η Πολίν Νιούμαν αμφισβητούσε την απόλυσή της από το Ομοσπονδιακό Εφετείο, που εξετάζει υποθέσεις σχετικές με πατέντες, εμπορικά σήματα και άλλα παρόμοια θέματα.
Στην προσφυγή της υποστήριζε ότι ο νόμος του 1980 (Νόμος Περί Δικαστικής Δεοντολογίας και Αναπηρίας), με τον οποίο καθορίζεται ο τρόπος απομάκρυνσης δικαστών από τη θέση τους, είναι αντισυνταγματικός.
Ο δικαστής Κρίστοφερ «Κέισι» Κούπερ απέρριψε τον ισχυρισμό της ότι παραβιάστηκαν τα συνταγματικά δικαιώματά της. Ο Κούπερ είχε απορρίψει και τον Φεβρουάριο άλλα θέματα που είχε εγείρει η Νιούμαν περί αντισυνταγματικότητας του νόμου.
Ο δικηγόρος της, ο Γκρεγκ Ντόλιν, είπε στο πρακτορείο Reuters ότι η Νιούμαν θα ασκήσει έφεση στην απόφαση.
Πέρυσι, η δικαστής Κίμπερλι Μουρ, επικεφαλής του Ομοσπονδιακού Εφετείου, ανέφερε ότι η Νιούμαν παρουσίαζε σημάδια σοβαρής διανοητικής και σωματικής αναπηρίας και ότι αρνήθηκε να συνεργαστεί σε μια έρευνα για την πνευματική υγεία της.
Η Νιούμαν διορίστηκε στο Ομοσπονδιακό Εφετείο από τον τότε πρόεδρο Ρόναλντ Ρίγκαν, το 1984, και θεωρείται αυθεντία όσον αφορά τη νομοθεσία περί ευρεσιτεχνιών. Το δικαστήριο αυτό συχνά ασχολείται με υποθέσεις στις οποίες εμπλέκονται μεγάλες εταιρείες.
Το δικαστικό συμβούλιο του Εφετείου την έθεσε σε διαθεσιμότητα τον περασμένο Σεπτέμβριο για έναν χρόνο ή μέχρι να υποβληθεί σε ιατρικές εξετάσεις, τις οποίες διέταξε το δικαστήριο.
Η Νιούμαν επέμεινε ότι είναι σε καλή φυσική κατάσταση, επικαλούμενη τις διαγνώσεις γιατρών που επέλεξε η ίδια, ενώ έκανε πολλές δημόσιες εμφανίσεις μετά την αναστολή των καθηκόντων της. Μήνυσε επίσης το συμβούλιο, για να ανατρέψει την απόφασή του. Τον Φεβρουάριο όμως απορρίφθηκε το αίτημά της, με τον Κούπερ να αναφέρει ότι προηγούμενες δικαστικές αποφάσεις έχουν επιβεβαιώσει ότι η δικαστική εξουσία «έχει το δικαίωμα να αυτοελέγχεται».