Αν ο 20ός αιώνας ήταν η ιστορία μιας αργής, άνισης προόδου προς τη νίκη της φιλελεύθερης δημοκρατίας έναντι άλλων ιδεολογιών -κομμουνισμού, φασισμού, επιθετικού εθνικισμού-, ο 21ος αιώνας είναι, μέχρι στιγμής, η ιστορία του αντίστροφου.
Η Αμερικανίδα δημοσιογράφος και ιστορικός Αν Άπλεμπαουμ καταγράφει, με ένα μακροσκελές κείμενο στο The Atlantic, το προφίλ των σύγχρονων, αυταρχικών πολιτικών ηγετών και εξηγεί τους λόγους για τους οποίους «τα κακά παιδιά» της πολιτικής φαίνεται να έχουν το πάνω χέρι στο παγκόσμιο status quo και μένουν ατιμώρητα.
Η «καταπολέμηση της διαφθοράς», γράφει η Αν Άπλεμπαουμ, δεν είναι απλώς ένα ζήτημα εξωτερικής πολιτικής. Εάν εμείς στον δημοκρατικό κόσμο το αντιμετωπίσουμε σοβαρά, τότε δεν μπορούμε πλέον να επιτρέψουμε σε Καζάκους και Βενεζουελάνους να αγοράζουν, ανώνυμα, ακίνητα στο Λονδίνο ή στο Μαϊάμι, ή στους ηγεμόνες της Αγκόλα και της Μιανμάρ να κρύβουν χρήματα στο Ντέλαγουερ ή τη Νεβάδα.
Χρειάζεται, με άλλα λόγια, να κάνουμε αλλαγές στο δικό μας σύστημα, και αυτό μπορεί να απαιτήσει την υπέρβαση της σκληρής εγχώριας αντίστασης από τους επιχειρηματικούς ομίλους που επωφελούνται από αυτό.
Πρέπει να κλείσουμε τους φορολογικούς παραδείσους, να επιβάλουμε νόμους για το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, να σταματήσουμε να πουλάμε τεχνολογία ασφάλειας και επιτήρησης σε απολυταρχίες και να αποχωριστούμε από τα πιο φαύλα καθεστώτα.
Το ίδιο ισχύει και για τον αγώνα για τα ανθρώπινα δικαιώματα, συνεχίζει η Άπλμπαουμ. Οι δηλώσεις που γίνονται σε μια διπλωματική σύνοδο κορυφής δεν θα επιτύχουν πολλά εάν οι πολιτικοί, οι πολίτες και οι επιχειρήσεις δεν συμπεριφερθούν ανάλογα.
Πώς μπορούμε να αναγκάσουμε την Apple και την Google να σεβαστούν τα δικαιώματα των Ρώσων δημοκρατών; Πώς μπορούμε να διασφαλίσουμε ότι οι δυτικοί κατασκευαστές έχουν αποκλείσει από τις αλυσίδες εφοδιασμού τους οτιδήποτε παράγεται σε στρατόπεδο συγκέντρωσης Ουιγούρων της Κίνας;
Λευκορωσία: Πώς ο Λουκασένκο κέρδισε μια «άνιση μάχη»
Η Άπλεμπαουμ ξεκινά την αφήγησή της παίρνοντας ως παράδειγμα τη Λευκορωσίδα πολιτικό Σβετλάνα Τιχανόφσκαγια, η οποία ήταν υποψήφια στις προεδρικές εκλογές του 2020 έναντι του νυν προέδρου της χώρας, Αλεξάντερ Λουκασένκο. Εξηγεί, συγκεκριμένα, το πώς η Τιχανόφσκαγια, ούσα έως τότε μια απλή, καθημερινή γυναίκα, κατέληξε να μπει στον πολιτικό στίβο και όχι μόνο να διεκδικήσει τα ηνία της χώρας της, αλλά και να στρέψει με αγνό, συναισθηματικό λόγο, το ενδιαφέρον των Ευρωπαίων ηγετών για τα όσα συνέβαιναν και συμβαίνουν εκεί.
Η Τιχανόφσκαγια τελικά ηττήθηκε στις εκλογές. Στις 9 Αυγούστου του 2020, οι Αρχές της Λευκορωσίας ανακοίνωσαν ότι ο Λουκασένκο είχε πάρει το 80% των ψήφων, ποσοστό που, όμως, κανείς δεν πίστεψε. Διακόπηκε η πρόσβαση στο διαδίκτυο, η Τιχανόφσκαγια συνελήφθη από την αστυνομία και στη συνέχεια αναγκάστηκε να φύγει από τη χώρα. Μαζικές διαδηλώσεις ξέσπασαν σε όλη τη χώρα, με το καθεστώς να τις καταστέλλει με πραγματική βαρβαρότητα.
Τόσο η ίδια όσο και εκατομμύρια κόσμου που ξεχύνονταν στους δρόμους κατά του Λουκασένκο πίστευαν αφελώς ότι κάτω από αυτή την πίεση, ο δικτάτορας θα τα παρατούσε. «Πιστεύαμε ότι θα καταλάβει ότι είμαστε εναντίον του. Ότι οι άνθρωποι δεν θέλουν να ζήσουν κάτω από τη δικτατορία του, ότι έχασε τις εκλογές», είπε η Τιχανόφσκαγια στην Άπλεμπαουμ. Δεν είχαν άλλο σχέδιο...
Ο ρόλος της Ρωσίας στο καθεστώς Λουκασένκο
Στην αρχή, ούτε ο Λουκασένκο φαινόταν να έχει σχέδιο. Είχαν, όμως, οι γείτονές του. Στις 18 Αυγούστου, ένα αεροπλάνο που ανήκε στην FSB, τις ρωσικές υπηρεσίες ασφαλείας, πέταξε από τη Μόσχα στο Μινσκ. Αμέσως μετά, οι τακτικές του Λουκασένκο άλλαξαν δραματικά. Ο Στίβεν Μπίγκουν, ο οποίος ήταν αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ εκείνη την εποχή, περιγράφει την αλλαγή αυτή ως μια στροφή σε «πιο εξελιγμένους, πιο ελεγχόμενους τρόπους καταστολής του πληθυσμού».
Η Λευκορωσία έγινε παράδειγμα αυτού που ο δημοσιογράφος Γουίλιαμ Ντόμπσον αποκάλεσε «καμπύλη μάθησης ενός δικτάτορα»: Τεχνικές που είχαν χρησιμοποιηθεί με επιτυχία στο παρελθόν για την καταστολή του πλήθους στη Ρωσία μεταφέρθηκαν απρόσκοπτα στη Λευκορωσία, μαζί με προσωπικό που ήξερε πώς να τις αναπτύξει, όπως δημοσιογράφους και αστυνομικούς. Όπως από καιρό είχε καταλάβει ο Βλαντίμιρ Πούτιν, οι μαζικές συλλήψεις δεν είναι απαραίτητες εάν μπορείς να φυλακίσεις, να βασανίσεις ή ενδεχομένως να δολοφονήσεις μερικούς ανθρώπους-κλειδιά. Οι υπόλοιποι θα φοβηθούν και θα μείνουν σπίτι. Τελικά, θα γίνουν απαθείς, γιατί πιστεύουν ότι τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει.
Καθησυχασμένος από την υποστήριξη του Πούτιν, πάντως, ο Λουκασένκο άρχισε να ανοίγει νέους δρόμους, νιώθοντας μάλλον ανέγγιχτος, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό. Άρχισε να παραβιάζει όχι μόνο τους νόμους και τα έθιμα της χώρας του, αλλά και αυτά άλλων χωρών και της διεθνούς κοινότητας -νόμους σχετικά με τον έλεγχο της εναέριας κυκλοφορίας, τις ανθρωποκτονίες, τα σύνορα.
Αυτή η στενή συνεργασία κατέστη δυνατή επειδή Λουκασένκο και Πούτιν μοιράζονται έναν κοινό τρόπο αντίληψης του κόσμου. Και οι δύο πιστεύουν ότι η προσωπική τους επιβίωση είναι πιο σημαντική από την ευημερία των λαών τους και ότι μια αλλαγή καθεστώτος θα οδηγούσε σε θάνατο, φυλάκιση ή εξορία.
Επιπλέον, και οι δύο πήραν μαθήματα από την Αραβική Άνοιξη, καθώς και από το πιο μακρινό 1989, όταν οι κομμουνιστικές δικτατορίες έπεσαν σαν ντόμινο: οι δημοκρατικές επαναστάσεις είναι μεταδοτικές. Εάν μπορείτε να τις εξαλείψετε σε μια χώρα, μπορεί να αποτρέψετε να ξεκινήσουν σε άλλες.
Οι διαδηλώσεις κατά της διαφθοράς το 2014 στην Ουκρανία, που οδήγησαν στην ανατροπή της κυβέρνησης του προέδρου Βίκτορ Γιανουκόβιτς, ενίσχυσαν αυτόν τον φόβο της μεταδοτικής δημοκρατίας. Ο Πούτιν εξοργίστηκε ιδιαίτερα από αυτές τις διαδηλώσεις, κυρίως λόγω του προηγουμένου που δημιούργησαν. Σε τελική ανάλυση, αν οι Ουκρανοί μπορούσαν να απαλλαγούν από τον διεφθαρμένο δικτάτορά τους, γιατί οι Ρώσοι να μη θέλουν να κάνουν το ίδιο;
Το αυταρχικό κράτος σαν εικόνα από καρτούν
Η Άπλεμπαουμ παρομοιάζει ένα αυταρχικό κράτος σαν εικόνα από κινούμενα σχέδια. Ο κακός υπάρχει πάντα. Αυτός ελέγχει την αστυνομία, η οποία με τη σειρά της απειλεί τον κόσμο με βία. Υπάρχουν κακοί συνεργάτες και ίσως κάποιοι γενναίοι αντιφρονούντες.
Αλλά στον 21ο αιώνα, αυτά τα κινούμενα σχέδια ελάχιστη ομοιότητα έχουν με την πραγματικότητα. Στις μέρες μας, οι απολυταρχίες δεν διοικούνται από έναν «κακό τύπο», αλλά από εξελιγμένα δίκτυα που αποτελούνται από κλεπτοκρατικές οικονομικές δομές, υπηρεσίες ασφαλείας (στρατός, αστυνομία, παραστρατιωτικές ομάδες, επιτήρηση) και επαγγελματίες προπαγανδιστές. Τα μέλη αυτών των δικτύων είναι συνδεδεμένα όχι μόνο εντός μιας συγκεκριμένης χώρας, αλλά μεταξύ πολλών χωρών.
Οι διεφθαρμένες, ελεγχόμενες από το κράτος εταιρείες σε μια δικτατορία συναλλάσσονται με διεφθαρμένες, ελεγχόμενες από το κράτος εταιρείες σε μια άλλη. Η αστυνομία μιας χώρας μπορεί να οπλίσει, να εξοπλίσει και να εκπαιδεύσει την αστυνομία σε μια άλλη. Οι προπαγανδιστές μοιράζονται πόρους για να προωθούν την προπαγάνδα ενός δικτάτορα και μπορούν επίσης να χρησιμοποιηθούν για την προώθηση της προπαγάνδας ενός άλλου.
Αυτό δεν σημαίνει ότι υπάρχει κάποιο μυστικό δωμάτιο όπου συναντιούνται «οι κακοί», ούτε ότι η νέα απολυταρχική συμμαχία έχει μια ενωτική ιδεολογία. Μεταξύ των σύγχρονων απολυταρχών υπάρχουν άνθρωποι που αυτοαποκαλούνται κομμουνιστές, εθνικιστές και θεοκράτες. Καμία χώρα δεν ηγείται αυτής της ομάδας. Η Ουάσιγκτον αρέσκεται να μιλά για την κινεζική επιρροή, αλλά αυτό που πραγματικά δεσμεύει τα μέλη αυτής της λέσχης είναι η κοινή επιθυμία να διατηρήσουν και να ενισχύσουν την προσωπική τους δύναμη και τον πλούτο. Σε αντίθεση με στρατιωτικές ή πολιτικές συμμαχίες άλλων εποχών, τα μέλη αυτής της ομάδας δεν λειτουργούν σαν ένα μπλοκ, αλλά μάλλον σαν ένα συγκρότημα εταιρειών. Οι δεσμοί τους δεν εδραιώνονται από ιδανικά, αλλά από συμφωνίες που έχουν σχεδιαστεί για να αντιμετωπίσουν τα οικονομικά μποϊκοτάζ της Δύσης ή να τους κάνουν προσωπικά πλούσιους -γι' αυτό και μπορούν να λειτουργήσουν πέρα από γεωγραφικές και ιστορικές γραμμές.
Στη θεωρία «μαύρο πρόβατο», στην ουσία συνεργάτης
Θεωρητικά, η Λευκορωσία είναι παρίας για το διεθνές status quo, στην πράξη, όμως, παραμένει σεβαστό μέλος αυτού του «συγκροτήματος εταιρειών της απολυταρχίας». Παρά την κατάφωρη παραβίαση των διεθνών κανόνων από τον Λουκασένκο, η Λευκορωσία παραμένει ο τόπος ενός από τα μεγαλύτερα υπερπόντια αναπτυξιακά έργα της Κίνας. Πέρυσι, το Ιράν επέκτεινε τις σχέσεις του με τη χώρα, ενώ Κουβανοί αξιωματούχοι εξέφρασαν την αλληλεγγύη τους στον Λουκασένκο στον ΟΗΕ, ζητώντας να σταματήσει η «ξένη παρέμβαση» στις υποθέσεις της χώρας.
Στη θεωρία, επίσης, και η Βενεζουέλα είναι διεθνής παρίας. Από το 2008, οι ΗΠΑ προσθέτουν συνεχώς Βενεζουελάνους στις λίστες των προσωπικών κυρώσεων. Από το 2019, οι πολίτες και οι εταιρείες των ΗΠΑ απαγορεύεται να ιδρύσουν οποιαδήποτε επιχείρηση εκεί. Ο Καναδάς, η ΕΕ και πολλοί από τους γείτονες της Βενεζουέλας στη Νότια Αμερική διατηρούν κυρώσεις στη χώρα. Και όμως, το καθεστώς του Νικολάς Μαδούρο λαμβάνει δάνεια και επενδύσεις πετρελαίου από τη Ρωσία και την Κίνα. Η Τουρκία διευκολύνει το παράνομο εμπόριο χρυσού στη Βενεζουέλα. Η Κούβα παρέχει εδώ και καιρό συμβούλους και τεχνολογία ασφαλείας στους κυβερνώντες της χώρας. Το διεθνές εμπόριο ναρκωτικών συντηρεί πλουσιοπάροχα ορισμένα μέλη του καθεστώτος. Ο Λεοπόλντο Λόπες, κάποτε αρχηγός της αντιπολίτευσης που τώρα ζει εξόριστος στην Ισπανία, παρατήρησε ότι αν και οι αντίπαλοι του Μαδούρο έχουν λάβει κάποια ξένη βοήθεια, «δεν συγκρίνεται με τίποτα με αυτά που έχει λάβει ο Μαδούρο».
Όπως η αντιπολίτευση της Λευκορωσίας, έτσι και αυτή της Βενεζουέλας έχει χαρισματικούς ηγέτες και αφοσιωμένους ακτιβιστές που έχουν πείσει εκατομμύρια ανθρώπους να βγουν στους δρόμους και να διαδηλώσουν. Εάν ο μόνος εχθρός τους είναι το διεφθαρμένο, χρεοκοπημένο καθεστώς της Βενεζουέλας, μπορεί να κερδίσουν. Αλλά ο Λόπεζ και οι όμοιοί του αντιφρονούντες πολεμούν στην πραγματικότητα πολλούς αυταρχικούς ηγέτες σε πολλές χώρες.
Όπως η Τιχανόφσκαγια στη Λευκορωσία, όπως οι ηγέτες του κινήματος διαμαρτυρίας του Χονγκ Κονγκ, όπως οι Κουβανοί, οι Ιρανοί και οι Βιρμανοί που πιέζουν για δημοκρατία στις χώρες τους, παλεύουν ενάντια σε ανθρώπους που ελέγχουν κρατικές εταιρείες και μπορούν να λάβουν επενδυτικές αποφάσεις αξίας δισεκατομμυρίων δολαρίων για καθαρά πολιτικούς λόγους. Πολεμούν ενάντια σε ανθρώπους που μπορούν να αγοράσουν εξελιγμένη τεχνολογία επιτήρησης από την Κίνα ή ρομπότ από την Αγία Πετρούπολη. Πάνω απ' όλα, μάχονται ενάντια σε ανθρώπους που αγνοούν επιδεικτικά τα συναισθήματα και τις απόψεις των συμπατριωτών τους, αλλά και όλων των άλλων. Επειδή η «εταιρεία της απολυταρχίας» παρέχει στα μέλη της όχι μόνο χρήματα και ασφάλεια, αλλά και κάτι λιγότερο απτό, όμως εξίσου σημαντικό: την ατιμωρησία.
Οι ηγέτες της Σοβιετικής Ένωσης, της πιο ισχυρής απολυταρχίας του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα, νοιάζονταν βαθιά για το πώς τους αντιλαμβανόταν ο κόσμος. Προώθησαν σθεναρά την ανωτερότητα του πολιτικού τους συστήματος και εναντιώνονταν στους επικρίνοντες.
Όταν ο Σοβιετικός ηγέτης Νικήτα Χρουστσόφ κράδαινε το παπούτσι του σε μια συνεδρίαση της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών το 1960, ήταν επειδή ένας εκπρόσωπος των Φιλιππίνων είχε εκφράσει τη συμπάθειά του προς «τους λαούς της Ανατολικής Ευρώπης που έχουν στερηθεί την ελεύθερη άσκηση των πολιτικών τους δικαιωμάτων».
Το «μοντέλο Μαδούρο» πρότυπο των σημερινών αυταρχικών κυβερνήσεων
Σήμερα, τα πιο βάναυσα μέλη της «εταιρείας της απολυταρχίας» δεν ενδιαφέρονται αν οι χώρες τους επικρίνονται ή από ποιον.
Οι ηγέτες της Μιανμάρ δεν έχουν πραγματικά καμία ιδεολογία, πέρα από τον εθνικισμό, τον πλουτισμό και την επιθυμία να παραμείνουν στην εξουσία.
Οι ηγέτες του Ιράν απορρίπτουν με αυτοπεποίθηση τις απόψεις των δυτικών «άπιστων». Οι ηγέτες της Κούβας και της Βενεζουέλας απορρίπτουν τις δηλώσεις των υπολοίπων με το σκεπτικό ότι είναι «ιμπεριαλιστές».
Οι ηγέτες της Κίνας έχουν περάσει μία δεκαετία αμφισβητώντας τη γλώσσα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που χρησιμοποιείται εδώ και καιρό από τους διεθνείς θεσμούς, πείθοντας με επιτυχία πολλούς ανθρώπους σε όλο τον κόσμο ότι αυτές οι «δυτικές» έννοιες δεν ισχύουν για αυτούς.
Η Ρωσία έχει προχωρήσει ένα βήμα παραπέρα, όχι απλά αγνοώντας την ξένη κριτική, αλλά κοροϊδεύοντάς τη.
Απρόσβλητοι από τη διεθνή κοινή γνώμη, οι σύγχρονοι αυταρχικοί ηγέτες χρησιμοποιούν επιθετικές τακτικές για να απωθήσουν τη μαζική διαμαρτυρία και τη διαδεδομένη δυσαρέσκεια. Στο ακραίο σενάριο, αυτού του είδους η περιφρόνηση μπορεί να εξελιχθεί σε αυτό που ο πολιτικός ακτιβιστής Σρτζα Πόποβιτς αποκαλεί «μοντέλο διακυβέρνησης Μαδούρο», κάτι το οποίο ενδεχομένως ήδη να προετοιμάζει ο Λουκασένκο στη Λευκορωσία. Οι αυταρχικοί που το υιοθετούν είναι «πρόθυμοι να πληρώσουν το τίμημα, να γίνουν μια εντελώς αποτυχημένη χώρα, να δουν τη χώρα τους να μπαίνει στην κατηγορία των αποτυχημένων κρατών», αποδεχόμενοι την οικονομική κατάρρευση, την απομόνωση και τη μαζική φτώχεια, αν αυτό χρειάζεται για να παραμείνουν στην εξουσία.
Ο Άσαντ εφάρμοσε το μοντέλο Μαδούρο στη Συρία. Και φαίνεται ότι ήταν αυτό που είχε στο μυαλό της η ηγεσία των Ταλιμπάν πέρσι το καλοκαίρι, όταν κατέλαβαν την Καμπούλ και άρχισαν αμέσως να συλλαμβάνουν και να δολοφονούν Αφγανούς αξιωματούχους και πολίτες. Η οικονομική κατάρρευση διαφαινόταν, αλλά δεν τους ένοιαζε.
Όπως είπε στους «Financial Times» ένας δυτικός αξιωματούχος που εργάζεται στην περιοχή, «υποθέτουν ότι τα χρήματα που δεν τους δίνει η Δύση θα αντικατασταθούν από την Κίνα, το Πακιστάν, τη Ρωσία και τη Σαουδική Αραβία». Και αν δεν έρθουν τα χρήματα, τότε τι; Στόχος τους δεν είναι ένα ακμάζον Αφγανιστάν, μια χώρα που ευημερεί, αλλά ένα Αφγανιστάν στο οποίο αυτοί είναι επικεφαλής.
Η ευρεία υιοθέτηση του μοντέλου Μαδούρο εξηγεί γιατί οι δηλώσεις της Δύσης την εποχή της πτώσης της Καμπούλ ακούγονταν τόσο αξιολύπητες.
Ο επικεφαλής εξωτερικής πολιτικής της ΕΕ εξέφρασε «βαθιά ανησυχία για αναφορές σοβαρών παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων» και κάλεσε για «ουσιώδεις διαπραγματεύσεις με βάση τη δημοκρατία, το κράτος δικαίου και τον συνταγματικό κανόνα» -λες και ενδιαφέρονται οι Ταλιμπάν για κάτι από αυτά. Είτε ήταν «βαθιά» είτε «ειλικρινής» η ανησυχία, είτε εκφράστηκε από την Ευρώπη είτε από την Αγία Έδρα, τίποτα από αυτά δεν είχε σημασία. Δηλώσεις όπως αυτή δεν σημαίνουν τίποτα για τους Ταλιμπάν, τις κουβανικές υπηρεσίες ασφαλείας, ή το ρωσικό FSB. Οι στόχοι τους είναι τα χρήματα και η προσωπική δύναμη. Δεν τους ενδιαφέρει η ευτυχία ή η ευημερία των συμπολιτών τους, πόσω μάλλον οι απόψεις οποιουδήποτε άλλου.
Η τρομακτική μεταστροφή του Ερντογάν και ο ρόλος της Κίνας
Ως πρωθυπουργός της Τουρκίας, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν διατηρούσε ένα χαμηλό, αρκετά συγκαταβατικό, θα έλεγε κανείς, προφίλ. Από το 2014, όμως, όταν και ανακηρύχθηκε πρόεδρος, ο Ερντογάν στράφηκε ο ίδιος κατά του κράτους δικαίου, των ανεξάρτητων μέσων ενημέρωσης και των ανεξάρτητων δικαστηρίων στο εσωτερικό. Αντιμετωπίζοντας εχθρικά τους πρώην συμμάχους της Ευρώπης και του ΝΑΤΟ, και συλλαμβάνοντας και φυλακίζοντας τους αντιφρονούντες, το ενδιαφέρον του Ερντογάν για την κινεζική φιλία, τις επενδύσεις και την τεχνολογία έχει αυξηθεί, μαζί με την προθυμία του να απηχεί την κινεζική προπαγάνδα. Στην 100ή επέτειο του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος, η εμβληματική εφημερίδα του κόμματός του δημοσίευσε ένα μακροσκελές, επίσημο άρθρο -το οποίο ήταν στην πραγματικότητα περιεχόμενο χορηγίας-, με τον τίτλο «Τα 100 χρόνια ένδοξης ιστορίας του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος και τα μυστικά της επιτυχίας του».
Τα τελευταία χρόνια, η παρουσία φιλοκινεζικών δυνάμεων στα τουρκικά μέσα ενημέρωσης, την πολιτική και τις επιχειρήσεις έχει αυξηθεί.
Για αυτοκράτορες και επίδοξους αυταρχιστές σε όλο τον κόσμο, οι Κινέζοι προσφέρουν ένα πακέτο που ορίζει τα εξής:
- Συμφωνήστε να ακολουθήσετε το παράδειγμα της Κίνας στο Χονγκ Κονγκ, το Θιβέτ, στους Ουιγούρους και τα ανθρώπινα δικαιώματα γενικότερα.
- Αγοράστε κινεζικό εξοπλισμό επιτήρησης.
- Αποδεχθείτε τεράστιες κινεζικές επενδύσεις (κατά προτίμηση σε εταιρείες που ελέγχετε προσωπικά ή που τουλάχιστον σας πληρώνουν με μίζες).
- Στη συνέχεια, καθίστε αναπαυτικά και χαλαρώστε, γνωρίζοντας ότι όσο κακή κι αν είναι η εικόνα σας στα μάτια της διεθνούς κοινότητας ανθρωπίνων δικαιωμάτων, εσείς και οι φίλοι σας θα παραμείνετε στην εξουσία.
Και, τελικά, πόσο διαφορετικοί είμαστε εμείς οι Ευρωπαίοι; Εμείς οι Αμερικανοί; Είμαστε τόσο σίγουροι ότι οι θεσμοί μας, τα πολιτικά μας κόμματα, τα μέσα ενημέρωσής μας δεν θα μπορούσαν ποτέ να χειραγωγηθούν με τον ίδιο τρόπο;
Το Ενιαίο Μέτωπο είναι το έργο επιρροής του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος, πιο λεπτεπίλεπτο και πιο στρατηγικό από τη ρωσική εκδοχή, σχεδιασμένο να μην ανατρέπει τη δημοκρατική πολιτική αλλά να διαμορφώνει τη φύση των συνομιλιών για την Κίνα σε όλο τον κόσμο.
«Εάν ακολουθήσετε την επίσημη γραμμή, εάν δεν επικρίνετε το ιστορικό ανθρωπίνων δικαιωμάτων της Κίνας, θα εμφανιστούν ευκαιρίες σε εσάς».
Είναι ζήτημα δημοκρατίας
Αν ο 20ός αιώνας ήταν η ιστορία ενός αργού, άνισου αγώνα, που ολοκληρώθηκε με τη νίκη της φιλελεύθερης δημοκρατίας έναντι άλλων ιδεολογιών -κομμουνισμού, φασισμού, επιθετικού εθνικισμού-, ο 21ος αιώνας είναι, μέχρι στιγμής, η ιστορία του αντίστροφου.
Η Freedom House, η οποία δημοσιεύει ετησίως εδώ και σχεδόν 50 χρόνια την έκθεση «Ελευθερία στον κόσμο», ονόμασε την έκδοσή της για το 2021 «Δημοκρατία υπό πολιορκία». Ο μελετητής του Στάνφορντ, Λάρι Ντάιμοντ, αποκαλεί την περίοδο που διανύουμε «Εποχή δημοκρατικής οπισθοδρόμησης».
Δεν είναι όλα, όμως, εξίσου σκοτεινά. Ο Σρτζα Πόποβιτς, πολιτικός ακτιβιστής, υποστηρίζει ότι οι αντιπαραθέσεις μεταξύ των απολυταρχών και των πληθυσμών τους γίνονται σκληρότερες ακριβώς επειδή τα δημοκρατικά κινήματα γίνονται πιο ευδιάκριτα και καλύτερα οργανωμένα. Αλλά σχεδόν όλοι όσοι αντιμετωπίζουν με σκεπτικισμό αυτό το θέμα συμφωνούν ότι η διπλωματική εργαλειοθήκη που χρησιμοποιήθηκε κάποτε για την υποστήριξη των δημοκρατών σε όλο τον κόσμο είναι πλέον ξεπερασμένη.
Οι τακτικές που λειτουργούσαν παλιά, πλέον δεν αποδίδουν. Σίγουρα οι κυρώσεις, ειδικά όταν εφαρμόζονται βιαστικά, δεν έχουν τον αντίκτυπο που είχαν κάποτε.
Παρόλο που οι προσωπικές κυρώσεις σε διεφθαρμένους Ρώσους αξιωματούχους μπορεί να καταστήσουν αδύνατο για ορισμένους Ρώσους να επισκεφθούν τα σπίτια τους στο Cap Ferrat ή τα παιδιά τους στο London School of Economics, δεν έχουν πείσει τον Πούτιν να σταματήσει να εισβάλλει σε άλλες χώρες, παρεμβαίνοντας στην ευρωπαϊκή και αμερικανική πολιτική ή καταστέλλοντας τους δικούς τους αντιφρονούντες. Ούτε οι δεκαετίες κυρώσεων των ΗΠΑ άλλαξαν τη συμπεριφορά του ιρανικού καθεστώτος ή του καθεστώτος της Βενεζουέλας, παρά τον αδιαμφισβήτητο οικονομικό αντίκτυπό τους. Πολύ συχνά, οι κυρώσεις μπορεί να σκληραίνουν με την πάροδο του χρόνου, αλλά, εξίσου συχνά, οι απολυταρχίες βοηθούν η μία την άλλη να τις ξεπεράσει.
Η απάντηση βρίσκεται στο δικό μας σύστημα
Η «καταπολέμηση της διαφθοράς» δεν είναι απλώς ένα ζήτημα εξωτερικής πολιτικής. Εάν εμείς στον δημοκρατικό κόσμο το αντιμετωπίσουμε σοβαρά, τότε δεν μπορούμε πλέον να επιτρέψουμε σε Καζάκους και Βενεζουελάνους να αγοράζουν, ανώνυμα, ακίνητα στο Λονδίνο ή στο Μαϊάμι, ή στους ηγεμόνες της Αγκόλα και της Μιανμάρ να κρύβουν χρήματα στο Ντέλαγουερ ή τη Νεβάδα.
Χρειάζεται, με άλλα λόγια, να κάνουμε αλλαγές στο δικό μας σύστημα, και αυτό μπορεί να απαιτήσει την υπέρβαση της σκληρής εγχώριας αντίστασης από τους επιχειρηματικούς ομίλους που επωφελούνται από αυτό. Πρέπει να κλείσουμε τους φορολογικούς παραδείσους, να επιβάλουμε νόμους για το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, να σταματήσουμε να πουλάμε τεχνολογία ασφάλειας και επιτήρησης σε απολυταρχίες και να αποχωριστούμε από τα πιο φαύλα καθεστώτα.
Το ίδιο ισχύει και για τον αγώνα για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Οι δηλώσεις που γίνονται σε μια διπλωματική σύνοδο κορυφής δεν θα επιτύχουν πολλά εάν οι πολιτικοί, οι πολίτες και οι επιχειρήσεις δεν συμπεριφερθούν ανάλογα.
Πώς μπορούμε να αναγκάσουμε την Apple και την Google να σεβαστούν τα δικαιώματα των Ρώσων δημοκρατών; Πώς μπορούμε να διασφαλίσουμε ότι οι δυτικοί κατασκευαστές έχουν αποκλείσει από τις αλυσίδες εφοδιασμού τους οτιδήποτε παράγεται σε στρατόπεδο συγκέντρωσης Ουιγούρων της Κίνας;
Χρειαζόμαστε μια μεγάλη επένδυση σε ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης σε όλο τον κόσμο, μια στρατηγική για να προσεγγίσουμε ανθρώπους μέσα σε απολυταρχίες, νέους διεθνείς θεσμούς που θα αντικαταστήσουν τους αδρανείς φορείς ανθρωπίνων δικαιωμάτων στον ΟΗΕ.
Χρειαζόμαστε έναν τρόπο να συντονίσουμε την αντίδραση των δημοκρατικών εθνών, όταν οι απολυταρχίες διαπράττουν εγκλήματα εκτός των συνόρων τους.
Προς το παρόν, όμως, δεν έχουμε καμία διεθνική στρατηγική σχεδιασμένη για να αντιμετωπίσουμε αυτό το διεθνικό πρόβλημα.