Στην κορυφή του λόφου του Καπιτωλίου, το επιβλητικό κτίσμα ύψους 88 μέτρων κρύβει μια ιστορία αιώνων, από το 1793 που το σχεδίασε ο γιατρός και αρχιτέκτονας Γουίλιαμ Θόρτον εμπνευσμένος από τη δυτική πρόσοψη του Λούβρου και το Πάνθεον του Παρισιού.
Η κατασκευή του ολοκληρώθηκε το 1811, αλλά στο μεταξύ η πρώτη σύγκλιση του Κογκρέσου είχε γίνει το 1800 παρ’ ότι το κτίριο ήταν ημιτελές. Όσο τα χρόνια περνούσαν και οι αντιπρόσωποι από νέες πολιτείες αυξάνονταν, κρίθηκε απαραίτητη η επέκτασή του που έγινε το 1850. Το κτίριο διπλασιάστηκε σε μήκος και ο θόλος αντικαταστάθηκε από άλλον τρεις φορές ψηλότερο.
Το πρωί της περασμένης Τρίτης, δυο ώρες πριν ξεκινήσει η ομιλία του πρωθυπουργού, η πύλη του Καπιτωλίου άνοιξε για τους Έλληνες δημοσιογράφους. Μετά από τον πρώτο έλεγχο, μια υπάλληλος η Κριστίν, ανέλαβε ρόλο συνοδού για να τους οδηγήσει στην αίθουσα συνεδριάσεων μέσα από τους δαιδαλώδεις διαδρόμους.
Έλεγχος με φακούς
Έξω από τα δημοσιογραφικά θεωρεία πραγματοποιήθηκε νέος -εξονυχιστικός αυτή τη φορά -έλεγχος με το προσωπικό ασφαλείας να ψάχνει ακόμα και με φακούς τις τσάντες των δημοσιογράφων και των τεχνικών. Στη συνέχεια δόθηκε στον κάθε έναν μια κάρτα με τα στοιχεία της συνεδρίασης, που αποτελούσε την άδεια εισόδου και λίγο πριν ανοίξει η πόρτα η Κριστίν με έναν συνάδελφό της, «μεταμορφώθηκαν» σε ηθοποιούς έκαναν ένα απολαυστικό σκετσάκι για να ξεκαθαρίσουν τι επιτρέπεται και τι απαγορεύεται στην αίθουσα με τον έναν να ρωτάει σα να ήταν αδαής επισκέπτης και τον άλλο να απαντάει εμφατικά.
Τελικά όσοι πέρασαν μέσα πήραν μαζί τα κινητά τους με τον όρο να μην τα σηκώσουν από το τραπέζι καθώς οι φωτογραφίες απαγορεύονται αυστηρά, όπως και οι κλήσεις. Οι δημοσιογράφοι δεν μπορούσαν να δουν τον πρωθυπουργό καθώς τα θεωρεία που κάθισαν ήταν ακριβώς πάνω από το βήμα, ενώ αν κάποιος προσπαθούσε να ανασηκωθεί στην καρέκλα του για να έχει οπτική επαφή δεχόταν νεύματα από την ασφάλεια.
Η ροτόντα
Όταν η αποστολή χρειάστηκε να μετακινηθεί προς το γραφείο της Προέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων Νάνσυς Πελόζι, πέρασε από την περίφημη ροτόντα του 2ου ορόφου με τα αγάλματα και τους πίνακες που ολοκληρώθηκε το 1824 από τον αρχιτέκτονα του Καπιτωλίου Τσάρλς Μπούλφινς. Οι τοίχοι της ροτόντας έχουν ύψος 15 μέτρα, ενώ ο θόλος σχεδιάστηκε το 1854 από τον Τόμας Γουώλτερ ο οποίος το 1862 ζήτησε από τον Ελληνικής καταγωγής ζωγράφο Κωνσταντίνο Μπρουμίδη να ζωγραφίσει το εσωτερικό.
Ο πατέρας του ζωγράφου Σταύρος Μπρουμίδης είχε γεννηθεί στα Φιλιατρά και η μητέρα του ήταν Ιταλίδα. Ο ίδιος δεν ξέχασε ποτέ την πατρίδα του πατέρα του στη Μεσσηνία, παρ΄ότι δεν την είχε επισκεφθεί. Σπούδασε εικαστικές τέχνες στη Ρώμη και το ζωγραφικό του ταλέντο τον οδήγησε στο Βατικανό, όπου μαζί με άλλους ζωγράφους, ανέλαβε την αποκατάσταση των τοιχογραφιών του Ραφαήλ. Την ίδια εποχή φιλοτέχνησε την προσωπογραφία του Πάπα Πίου Θ’. Το 1854 μετανάστευσε στις ΗΠΑ και σε διάστημα 25 ετών ζωγράφισε στο Καπιτώλιο επιφάνειες συνολικής έκτασης 1500 τμ. Ωστόσο το πιο διάσημο έργο του είναι «Η αποθέωση του Ουάσιγκτον» μια νωπογραφία με αναφορές στην Ελληνική μυθολογία στον θόλο του Καπιτωλίου που δημιουργήθηκε μετά τον Αμερικανικό εμφύλιο σε διάστημα 11 μηνών.
Ο Ουάσιγκτον απεικονίζεται σαν θεός στον ουρανό με μωβ ένδυμα. Δεξιά και αριστερά του στέκονται οι θεές της Νίκης και της Ελευθερίας, ενώ περιτριγυρίζεται από φιγούρες όπως η Θεά Αθηνά και ο Θεός Ήφαιστος. Οι επιρροές του Μπρουμίδη από την Αναγέννηση έκαναν τους κριτικούς να τον αποκαλούν «Μιχαήλ -Άγγελο των ΗΠΑ». Μέχρι το τέλος της ζωής του το 1880 εργαζόταν στο Καπιτώλιο. Είχε ταφεί σε νεκροταφείο της Ουάσιγκτον αλλά ο τάφος του ήταν άγνωστος για πάνω από 70 χρόνια καθώς στην επιτύμβια στήλη αναφερόταν ως «Ιταλός πρόσφυγας».