Το κοινοβούλιο της Ιαπωνίας ενέκρινε σήμερα την αύξηση στα 16 έτη της ηλικίας συναίνεσης σε σεξουαλική επαφή από τα 13 έτη που ήταν, μία από τις χαμηλότερες παγκοσμίως, στο πλαίσιο νομοθετικής μεταρρύθμισης για την καταπολέμηση των σεξουαλικών επιθέσεων.
Η μεταρρύθμιση στην Ιαπωνία, η οποία δίνει περισσότερες διευκρινίσεις για τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την άσκηση ποινικών διώξεων για βιασμό και ποινικοποιεί την ηδονοβλεψία, εγκρίθηκε ομόφωνα από την άνω βουλή.
Αναθεωρούνται τα όρια ηλικίας στην Ιαπωνία
Η κατώτατη ηλικία συναίνεσης – κάτω από την οποία οποιαδήποτε σεξουαλική επαφή θεωρείται βιασμός- είναι τα 16 έτη στη Βρετανία και τη Νότια Κορέα, τα 15 στη Γαλλία και τα 14 στη Γερμανία και την Κίνα.
Το όριο της ηλικίας συναίνεσης δεν είχε αναθεωρηθεί στην Ιαπωνία από το 1907 όταν υιοθετήθηκε για πρώτη φορά σχετική νομοθεσία.
Ωστόσο ουσιαστικά στις διάφορες νομαρχίες της χώρας ίσχυαν διατάξεις που απαγόρευαν τις «άσεμνες» πράξεις με ανήλικους, γεγονός που ανέβαζε στα 18 έτη την ηλικία της σεξουαλικής συναίνεσης σε πολλές περιοχές της χώρας.
Σύμφωνα με τη νέα νομοθεσία, οι σεξουαλικές σχέσεις μεταξύ εφήβων άνω των 13 ετών δεν θα τιμωρούνται, εφόσον η διαφορά ηλικίας μεταξύ τους δεν ξεπερνά τα 5 χρόνια. Η Ιαπωνία είχε τροποποιήσει τη νομοθεσία κατά της σεξουαλικής βίας το 2017, πρώτη φορά εδώ και έναν αιώνα, αλλά για πολλούς η μεταρρύθμιση αυτή δεν αρκούσε. Το 2019 σειρά αθωώσεων σε υποθέσεις βιασμού είχαν προκαλέσει διαδηλώσεις στην Ιαπωνία.
Ένα από τα πλέον αμφιλεγόμενα σημεία της νομοθεσίας εκείνης ήταν το γεγονός ότι οι εισαγγελείς έπρεπε να αποδείξουν ότι οι κατηγορούμενοι για βιασμό έκαναν χρήση «βίας» ή «εκφόβισαν» το θύμα. Οι επικριτές του τόνιζαν ότι τα θύματα δεν μπορούν να κατηγορηθούν επειδή δεν προέβαλαν αρκετή αντίσταση.
Η μεταρρύθμιση που εγκρίθηκε σήμερα περιλαμβάνει και ένα νέο αδίκημα και προβλέπει τιμωρία για όσους χρησιμοποιούν τον εκφοβισμό, χρήματα ή την πλάνη για να αναγκάσουν ανήλικους κάτω των 16 ετών να τους συναντήσουν για σεξουαλικούς σκοπούς. Το αδίκημα αυτό τιμωρείται με έως και έναν χρόνο φυλάκιση ή πρόστιμο 500.000 γεν (3.250 ευρώ).