Δύο μήνες μετά τις γενικές εκλογές της 25ης Σεπτεμβρίου, το κόμμα Αδέλφια της Ιταλίας της πρωθυπουργού Τζόρτζια Μελόνι αγγίζει, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, τo 30,4% της πρόθεσης ψήφου.
Καταγράφει, δηλαδή, άνοδο μεγαλύτερη των τεσσάρων μονάδων σε σχέση με το αποτέλεσμα της εκλογικής αναμέτρησης, την ώρα που οι σύμμαχοί του συνεχίζουν να «υποφέρουν»: η Λέγκα δεν καταφέρνει να ξεπεράσει το 7,6% και η Φόρτσα Ιτάλια πέφτει στο 6,4%.
Όσο για την αντιπολίτευση, τα Πέντε Αστέρια «πείθουν» το 16,9% των ερωτηθέντων, ακολουθεί το κεντροαριστερό Δημοκρατικό Κόμμα με ποσοστό 16,2%, ενώ η κεντρώα συμμαχία Ρέντσι- Καλέντα στηρίζεται από το 7,9% του στατιστικού δείγματος.
Τα στοιχεία αυτά δείχνουν ότι, παρά τις διεθνείς και εσωτερικές επιφυλάξεις και τους φόβους που εκφράσθηκαν μετά τις εκλογές, ο «μήνας του μέλιτος» της νέας κυβέρνησης με τους Ιταλούς δεν έχει τελειώσει. Ή μάλλον, για να είμαστε ακριβέστεροι, η Μελόνι δείχνει ακόμη ικανή να αυξάνει το συνολικό ποσοστό των υποστηρικτών της.
Η κυβερνητική της συμμαχία μόλις παρουσίασε το προσχέδιο κρατικού προϋπολογισμού του 2023, με τρεις κύριες προτεραιότητες: στήριξη των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών (λόγω του μεγάλου κύματος ακρίβειας), φορολογικές διευκολύνσεις για τους ελεύθερους επαγγελματίες και αύξηση των κατώτερων συντάξεων. Για την συγκράτηση του κόστους της ενέργειας και την αρωγή των φτωχότερων οικογενειών και των εταιριών του ιδιωτικού τομέα θα διατεθούν 21 δισεκατομμύρια ευρώ.
Η σχέση της Τζόρτζια Μελόνι με τον Τύπο
Η περίοδος αυτή είναι αναμφίβολα δύσκολη και ιδιαίτερα κρίσιμη. Η 45χρονη πρωθυπουργός της χώρας όμως, εκτός από την αύξηση του πληθωρισμού (βρίσκεται στο 11,9%) και τα αιτήματα των συνδικάτων για ισχυρότερη κοινωνική πολιτική, βρίσκεται αντιμέτωπη και με ένα άλλο σημαντικό θέμα προς επίλυση. Πρόκειται για την σχέση της με τον Τύπο.
Στη συνέντευξη Τύπου για την παρουσίαση του προϋπολογισμού, πολλοί Ιταλοί δημοσιογράφοι διαμαρτυρήθηκαν για το ότι η επικεφαλής της κυβέρνησης δέχεται λίγες ερωτήσεις και δεν αφιερώνει αρκετό χρόνο στην ενημέρωση και στο διάλογο με τον Τύπο. Οι επικρίσεις διατυπώθηκαν κυρίως από συντάκτες των εφημερίδων La Repubblica, La Stampa και Il Foglio, αλλά και από δημοσιογράφους του ιδιωτικού τηλεοπτικού καναλιού La7, το οποίο ανήκει στον ίδιο όμιλο με την εφημερίδα Corriere della Sera.
Οι δημοσιογράφοι υπενθύμισαν ότι «και στη σύνοδο κορυφής της G20 στην Ινδoνησία, η νέα πρωθυπουργός δέχθηκε μόλις τρεις ερωτήσεις» και πρόσθεσαν ότι στη συνέντευξη Τύπου για το προσχέδιο προϋπολογισμού, έπειτα από μια ώρα παρεμβάσεων των διαφόρων υπουργών και μετά την έκτη ερώτηση των πολιτικών συντακτών, ήθελε να φύγει. Από την πλευρά της, η Τζόρτζια Μελόνι απάντησε άμεσα ότι οι δημοσιογράφοι «δεν ήταν τόσο κατηγορηματικοί με κάποιους από τους προκατόχους της» και καταλόγισε σε κάποιους συντάκτες ότι στις ερωτήσεις τους έχουν υπερβολικά εριστικό τόνο.
Η εφημερίδα La Repubblica έγραψε σε σχόλιό της ότι «η Ιταλίδα πρωθυπουργός υποφέρει από σύνδρομο πολιορκίας» και οι συμμετέχοντες σε εκπομπή πολιτικής εμβάθυνσης του καναλιού La7 υπογράμμισαν ότι «δεν πρέπει να ξεχνάμε πως η δουλειά του δημοσιογράφου είναι ακριβώς αυτή, να θέτει ερωτήσεις».
Μια πρώτη ανάγνωση της όλης αυτής υπόθεσης οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η πρόεδρος των Αδελφών της Ιταλίας (η οποία είναι και μέλος της Ιταλικής Ένωσης Δημοσιογράφων) θα πρέπει να καταλάβει ότι δεν βρίσκεται -πλέον- στην αντιπολίτευση και ότι, ως πρωθυπουργός, είναι φυσικό να δέχεται μεγαλύτερη πίεση από τους λειτουργούς του Τύπου. Θα πρέπει επίσης να καταφέρει να πάρει και την αναγκαία «θεσμική απόσταση» που επιβάλλει ο νέος της ρόλος: να μην προχωρεί δηλαδή σε λεκτικές συγκρούσεις με τους συντάκτες κατά την διάρκεια των συνεντεύξεων Τύπου της.
Από την άλλη, βέβαια, είναι άλλο τόσο αλήθεια ότι στις διάφορες συνεντεύξεις Τύπου του προκατόχου της, του Μάριο Ντράγκι, ουδείς ύψωσε ποτέ τόσο πολύ τους τόνους ρωτώντας τον, για παράδειγμα, αν «πήρε το μάθημά του» έπειτα από διένεξη με ξένη χώρα. Η Μελόνι διαφώνησε πρόσφατα με την Γαλλία για το μεταναστευτικό και το προσφυγικό, αλλά και ο Ντράγκι, για παράδειγμα, είχε λάβει σαφείς αποστάσεις από την Γερμανία στην διαχείριση του ενεργειακού.
Η νέα Ιταλίδα πρωθυπουργός έχει δείξει μέχρι τώρα ότι σε πολλά σημαντικά θέματα προτιμά να εκφράζει τις απόψεις της χρησιμοποιώντας τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Είναι σαφές, όμως, ότι αυτά δεν μπορούν να υποκαταστήσουν την επαφή με τους δημοσιογράφους και το δημοσιογραφικό λειτούργημα. Πολλοί σχολιαστές υπογραμμίζουν ότι προφανώς χρειάζεται ένας βασικός αμοιβαίος σεβασμός σε κλίμα που να μην θυμίζει, από καμία πλευρά, την φορτισμένη ατμόσφαιρα της προεκλογικής περιόδου. Η συνέχιση αυτού του «οξυμένου διαλόγου» μπορεί μόνον να ζημιώσει την Ιταλία, μια χώρα με τεράστια προβλήματα (χρόνια, αλλά και της άμεσης επικαιρότητας) που απαιτούν λύσεις.