Με την αποστολή του Γιαβούζ ανοικτά της Κύπρου -δηλαδή την περικύκλωση ουσιαστικά της μεγαλονήσου με δύο γεωτρύπανα και ισάριθμα ερευνητικά σκάφη- και την προειδοποίηση στα κράτη-μέλη της ΕΕ για επιδείνωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων και των προοπτικών επίλυσης του Κυπριακού, εφόσον η Ένωση αναμειχθεί στο ζήτημα της κυπριακής ΑΟΖ, η Τουρκία αψηφά τους πάντες ανεβάζοντας κατακόρυφα το θερμόμετρο της έντασης.
Ο πρόεδρος της Τουρκίας, Ταγίπ Ερντογάν, βρίσκεται στριμωγμένος στη γωνία μετά την βαριά ήττα στις επαναληπτικές εκλογές της Κωνσταντινούπολης – το εύρος της οποίας με δική του ευθύνη μεγάλωσε- αφού οι ψηφοφόροι έστειλαν μήνυμα αποδοκιμασίας για την οικονομική του πολιτική και τη διχαστική ρητορική. Αλλά παρά την απώλεια της Πόλης συντηρεί τους υψηλούς τόνους της αντιπαράθεσης με Ελλάδα, Κύπρο και Ευρωπαϊκή Ένωση προειδοποιώντας ότι μια ενδεχόμενη ευρωπαϊκή απόφαση κατά των τουρκικών δραστηριοτήτων στην κυπριακή ΑΟΖ, «θα ήταν λάθος», προκαλώντας μεγαλύτερη ζημιά στην «αποδυναμωμένη εικόνα» που ήδη εκπέμπει η Ε.Ε. ως «προκατειλημμένος παράγοντας στην περιοχή». Το non paper της Τουρκίας αναφέρει ακόμη ότι «είμαστε της άποψης ότι θα ήταν συνετό εάν η Ε.Ε. δεν λάβει υπόψη τις αλληλοεπικαλυπτόμενες αξιώσεις σχετικά με την περιοχή της θαλάσσιας δικαιοδοσίας και δεν ενεργήσει ως δικαστήριο κατά τη λήψη αποφάσεων σχετικά με τα θαλάσσια σύνορα».
Δηλαδή διαμηνύει ότι δεν θα παρακολουθήσει ως αμέτοχος θεατής τις εξελίξεις κι ότι θα διεκδικήσει με νύχια και με δόντια το σεβασμό των δήθεν «νόμιμων δικαιωμάτων της που απορρέουν από το διεθνές δίκαιο», δηλαδή μερίδιο στη μοιρασιά τόσο στην κυπριακή ΑΟΖ όσο και στο Αιγαίο. Η διατύπωση του non paper δείχνει ότι η Τουρκία θέλει να «γκριζάρει» και την περιοχή πλησίον του Καστελόριζου φέρνοντας την ελληνική ηγεσία ενώπιον του διλήμματος να ανεχθεί σιωπηρά και ταπεινωμένη τις προκλήσεις της Άγκυρας με σεισμικές έρευνες ή γεωτρήσεις εντός της ελληνικής υφαλοκρηπίδας ή ΑΟΖ ή να επιχειρήσει να ορθώσει ανάστημα με πιθανή μια κρίση με απρόβλεπτη κατάληξη. Από πολιτικής άποψης τόσο ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας όσο και ο πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας Κυριάκος Μητσοτάκης φρόντισαν να στείλουν μήνυμα στην Άγκυρα. Το ερώτημα είναι τι θα γίνει σε επιχειρησιακό επίπεδο και πώς θα αντιδράσει η Αθήνα με το υπουργείο Άμυνας να κρατά σε επιφυλακή τις ένοπλες δυνάμεις στη διάρκεια του θέρους όσο επεξεργάζεται σχέδια-απάντηση κυρίως από το Πολεμικό Ναυτικό και την Πολεμική Αεροπορία χωρίς να υπολογίζει -τουλάχιστον σε πρώτη φάση- στην αλληλεγγύη των εταίρων, όπως είπε πρόσφατα ο υπουργός Άμυνας Ευάγγελος Αποστολάκης.
Τι θα κάνει η ΕΕ με τις κυρώσεις κατά της Τουρκίας;
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα εντάσεων και διαρκών προκλήσεων από μέρους της Τουρκίας το ερώτημα είναι κατά πόσον η ΕΕ είναι διατεθειμένη να κάνει πράξη τα περί κυρώσεων και «στοχευμένων μέτρων» που ανέφεραν τα συμπεράσματα της πρόσφατης συνόδου κορυφής στις Βρυξέλλες -διαδικασία στρωμένη με αγκάθια, αφού βρίσκεται ακόμη στο στάδιο της επεξεργασίας, μεσολαβούν άλλες τρεις αποφάσεις μέχρι να φθάσουμε στις κυρώσεις και σε πρωτεύουσες όπως το Βερολίνο -που αναλογίζεται μεταξύ άλλων το εύρος των γερμανο-τουρκικών εμπορικών συναλλαγών, την τουρκική μειονότητα στη χώρα και τη συμφωνία με την Τουρκία για το προσφυγικό- και το Λονδίνο -που έχει σαφώς υποστηρίξει ότι τμήματα της κυπριακής ΑΟΖ είναι διαφιλονικούμενα- αλλά και στη Σόφια, τη Βουδαπέστη και το Βουκουρέστι δεν υπάρχει προθυμία για κάτι τέτοιο. Άλλωστε ειδικά στο θέμα της συμφωνίας για το Προσφυγικό που μετέτρεψε την Ευρώπη σε «φρούριο» η Τουρκία φροντίζει με κάθε ευκαιρία να υπενθυμίζει το ρόλο της στη μείωση των ροών προς τη Γηραιά Ήπειρο. Στο μείγμα αυτό πρέπει να προστεθεί και η αμφίσημη στάση της Ουάσιγκτον, που ναι μεν καταδικάζει στα λόγια τις προκλήσεις της Τουρκίας, αλλά επισημαίνει ότι η μοιρασιά της ενεργειακής πίτας πρέπει να γίνει με τρόπο που να βγουν όλοι οι εμπλεκόμενοι κερδισμένοι, δείχνοντας ότι δεν έχει αποφασίσει την ουσιαστική ρήξη των σχέσεών της με την Άγκυρα.