Ποιοι είναι, τελικά, οι νεαροί ως επί το πλείστον ταραξίες που ξεχύθηκαν σε ορδές στους δρόμους της Γαλλίας τα τελευταία 24ωρα επιδιδόμενοι σε ένα άνευ προηγουμένου όργιο λεηλασίας και καταστροφών, που προκάλεσε σοκ στη χώρα και έφερε με την πλάτη στον τοίχο την κυβέρνηση του Εμανουέλ Μακρόν;
Ακόμη κι αν η κρίση φαίνεται ότι εκτονώθηκε, το ερώτημα συνεχίζει να απασχολεί την κοινή γνώμη και τα ΜΜΕ στη Γαλλία, καθώς πολλοί φοβούνται το επόμενο επεισόδιο στον καταθλιπτικό κύκλο βίας, ένα νέο «deja vu» στα υποβαθμισμένα προάστια, που χτίστηκαν για να στεγάσουν μετανάστες εργάτες τις δεκαετίες του 1960 και του 1970 και έχουν γίνει συνώνυμο των στερήσεων, των εθνοτικών συγκρούσεων και των αστυνομικών τακτικών στρατιωτικού τύπου και, δυστυχώς, της αδιαφορίας.
Οι κουκουλοφόροι που πρωτοστάτησαν στα πρόσφατα επεισόδια στη Γαλλία είναι πολύ νέοι για να έχουν βιώσει τις ταραχές που ξέσπασαν το 2005, αλλά στη μνήμη τους παραμένουν ζωντανοί οι δύο έφηβοι που υπέστησαν τότε ηλεκτροπληξία στο Κλισί σου Μπουά, έξω απ’ το Παρίσι, προσπαθώντας να διαφύγουν από την αστυνομία, όπως και ο 17χρονος βορειοαφρικανικής καταγωγής Ναέλ, που σκοτώθηκε από πυρά αστυνομικού στις 27 Ιουνίου στη διάρκεια τροχαίου ελέγχου.
Γενικό προφίλ των νυχτερινών ταραχοποιών δύσκολα μπορεί να σκιαγραφήσει κανείς, σημειώνει η γαλλική εφημερίδα Le Monde. Είναι νεαροί ως επί το πλείστον, ενίοτε ακόμη και 12 και 13 ετών, όχι ιδιαίτερα ομιλητικοί, και σύμφωνα με αξιωματούχο του δημαρχείου της Ναντέρ, όπου σκοτώθηκε ο Ναέλ, «προέρχονται από όλα τα κοινωνικά στρώματα. Μερικοί εργάζονται, ενσωματώνονται, αλλά υφίστανται διακρίσεις και επαναστατούν. Στη συνέχεια, υπάρχουν εκείνοι που ήδη εμπλέκονται σε περισσότερο ή λιγότερο σοβαρή παραβατικότητα». Οι περισσότεροι από αυτούς φαίνεται να έχουν εγκαταλείψει το σχολείο και έχουν ασταθείς οικογενειακές καταστάσεις, που επιδεινώνεται από την ανασφάλεια των εργατικών γειτονιών.
«Δεν αρκούν οι διαδηλώσεις, να τα σπάσουμε όλα»
Στο Ομπερβιλιέ, ένα άλλο προάστιο της πρωτεύουσας της Γαλλίας, το αστυνομικό τμήμα δέχθηκε επίθεση με πυροτεχνήματα και φωτοβολίδες από νεαρούς. «Κάποιοι είναι πρώην μαθητές μου», λέει ένας καθηγητής λυκείου της πόλης, «μεταξύ 18 και 21 ετών, όχι βίαιοι κατά βάση, που έχουν αρχίσει να εργάζονται ή να αναζητούν δουλειά. Θεωρούν ότι ο Ναέλ θα μπορούσε να είναι ένας απ’ τους φίλους τους. Τρέφουν μίσος κατά της αστυνομικής βίας και η δική τους βία είναι ο καλύτερος τρόπος να εισακουστούν, όπως νομίζουν. Λένε ότι οι διαδηλώσεις είναι άχρηστες, ότι πρέπει να τα σπάσουν όλα», σημειώνει ο καθηγητής.
Μια μητέρα, κάτοικος συγκροτήματος κατοικιών στη Ναντέρ, είδε από το παράθυρο του διαμερίσματός της στον 15ο όροφο το αυτοκίνητό της να τυλίγεται στις φλόγες. Προσπάθησε να σώσει κάποια απ’ τα υπάρχοντά της, αλλά της έκλεισαν τον δρόμο στον διάδρομο νεαροί μαυροντυμένοι ηλικίας 15-17 ετών. «Τα παιδιά ήταν επιθετικά. Προσπάθησα να τα λογικέψω, αλλά ήταν σε έκσταση. Άγγιξα τον έναν στον ώμο και ήταν ζεστός. Δεν ήθελε να ακούσει κουβέντα, το μόνο που μου είπε ήταν “πηγαίνετε σπίτι σας”». «Τους παρασύρει η ψυχολογία του όχλου. Τις τελευταίες μέρες δεν ήταν πλέον εφικτός κανένας διάλογος», λέει η Χαμαντί Νατζάρ, επικεφαλής των διαπραγματευτών της Ναντέρ.
Ανάλογες σκηνές ανεξέλεγκτης βίας με πρωταγωνιστές σε πολλές περιπτώσεις νεαρούς σε υπερδιέγερση εκτυλίχθηκαν σε ολόκληρη τη Γαλλία, από τη Λιόν μέχρι τη Μασσαλία. Με κουκούλες ή μαντήλια τυλιγμένα στα κεφάλια τους, ενίοτε ημίγυμνοι, πυρπόλησαν αυτοκίνητα και καταστήματα, λεηλάτησαν, επιτέθηκαν με πέτρες και φωτοβολίδες κατά αστυνομικών, ένα εκρηκτικό μείγμα οργής -τροφοδοτούμενης από μνησικακία, χαμηλή μόρφωση και ανεργία-, ανταρσίας και εγκληματικότητας.
Η γενιά της Covid
Η κρίση του κόστους διαβίωσης και η Covid-19 επιδείνωσαν την κατάσταση. Δεκάδες τοπικοί σύμβουλοι προειδοποίησαν τον Μάιο ότι τα υποβαθμισμένα προάστια βρίσκονταν σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, καθώς το υψηλότερο κόστος διαμονής στα κτίρια σταμάτησε τα ζωτικής σημασίας έργα ανακαίνισης, οι πληρωμές ενοικίων δεν πραγματοποιούνταν και η άνιση κατανομή πόρων υγειονομικής περίθαλψης που βγήκε στην επιφάνεια από την πανδημία έχει αφήσει τα σημάδια της.
Οι νεαροί ταραχοποιοί ανήκουν σε «μια γενιά της Covid με την οποία έχουμε ελάχιστη επαφή και ξαφνικά οι προσπάθειες διαμεσολάβησης, όταν τα πράγματα παίρνουν τέτοια τροπή, είναι άχρηστες», λέει η Ρασίντ, κοινωνική λειτουργός στο Τουρκουάν. Η Εμιλί, δασκάλα σε ιδιωτικό δημοτικό σχολείο στο Ρουμπέ, βορειοανατολικά της Λιλ, λέει ότι κάθε πρωί που πάει στη δουλειά της νιώθει έναν κόμπο στο στομάχι: «Έχουμε 12χρονους που το παίζουν αφεντικά και αδυνατούμε να τους συγκρατήσουμε. Είναι σε υπερδιέγερση με αυτά που βλέπουν και ακούν και θέλουν να μετάσχουν σε αυτά».
Ίδια κατάσταση και στη Μασσαλία. Η Νούρια Νεχαρί, ιδιοκτήτρια καταστήματος, προσπάθησε να «μιλήσει στους νεαρούς» για να τους λογικέψει, αλλά μάταια. «Οι νεαροί δεν θέλουν πια να μας ακούσουν και τους καταλαβαίνω. Βιώνουν την αδιαφορία στις γειτονιές τους, νιώθουν ότι δεν τους θεωρούν ισότιμους Γάλλους πολίτες και τώρα βλέπουν την αστυνομία να σκοτώνει ένα παιδί σαν κι αυτούς. Είναι αποφασισμένοι» ανέφερε.
Συντονισμός μέσω των social media
Πέρα από το νεαρό της ηλικίας τους και τα κίνητρά τους, οι ταραξίες εντυπωσίασαν τις Αρχές με την ικανότητά τους να κινητοποιούνται και να κινούνται συντονισμένοι με στρατιωτικές τρόπον τινά στρατηγικές - αποτέλεσμα μιας γενιάς απόλυτα εξοικειωμένης με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, που μπορεί να χρησιμοποιήσει το Snapchat ή το Telegram για να καθορίσει σημεία συνάντησης, να μοιραστεί γεγονότα σε πραγματικό χρόνο ή ακόμα και να τροφοδοτήσει τον ανταγωνισμό μεταξύ των γειτονιών για το ποιος θα κάνει τη μεγαλύτερη «τρέλα» μέσω της κοινής χρήσης βίντεο.
Μέσα απ’ αυτό το πρίσμα, η επαφή των νεαρών με τον κόσμο των ενηλίκων φαντάζει ακόμη πιο δύσκολη. «Οι πολιτικοί δεν μπορούν να πουν ότι δεν μας ακούνε, τα βίντεό μας έχουν 300.000 retweets στο Twitter», είπε ένας νεαρός στη Ναντέρ.
«Είναι ένα βήμα μπροστά από μας σε κάθε περίπτωση και μέσω των δικτύων τους προηγούνται», παραδέχεται ο Αρμέλ Μομπουλί, πρόεδρος της οργάνωσης Vox Populi, που εργάζεται για την προώθηση της ενσωμάτωσης σε εργατικές συνοικίες. Όπως λέει, οι νεαροί αυτοί σκλήρυναν με τους καβγάδες μεταξύ συμμοριών για αρκετά χρόνια. Αρχίζουν να καταλαβαίνουν ότι μπορούν να δικτυωθούν και αισθάνονται ενδυναμωμένοι».