Ο Ντόναλντ Τραμπ εκμεταλλεύτηκε την ισχύ που του έδωσε το Facebook κατά την προεκλογική του εκστρατεία, αλλά και έπειτα, δοκιμάζοντας την ανοχή του κοινωνικού δικτύου στη ρητορική μίσους.
Στις αρχές της προεκλογικής εκστρατείας των ΗΠΑ, πίσω στο 2016, ο τότε υποψήφιος για την προεδρία, Ντόναλντ Τραμπ, δοκίμασε τα όρια των κανόνων του Facebook έναντι της ρητορικής μίσους, την ίδια στιγμή που η εταιρεία έγινε όχημα πολιτικής εκμετάλλευσης.
Το πρώτο τεστ του Facebook
Οι υπεύθυνοι του κοινωνικού δικτύου κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν την ανάρτηση του Τραμπ το 2015 που ζητούσε «απόλυτο και πλήρη αποκλεισμό» των μουσουλμάνων που εισέρχονται στις ΗΠΑ. Ενώ κάποιοι μέσα στην εταιρεία αντιλήφθηκαν ότι τα σχόλια του Τραμπ παραβίαζαν τους κανόνες του Facebook κατά της ρητορικής θρησκευτικού μίσους, η εταιρεία αποφάσισε να διατηρήσει την ανάρτηση. Μέχρι τότε, οι περισσότεροι υπάλληλοι του Facebook δεν είχαν αντιμετωπίσει ποτέ ξανά την πιθανότητα ότι η πλατφόρμα τους θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να προκαλέσει πολιτικό διχασμό.
«Τι κάνει κάποιος όταν ο κορυφαίος υποψήφιος για την Προεδρία δημοσιεύει επιθετική ανάρτηση ενάντια σε μία από τις μεγαλύτερες θρησκείες στον κόσμο;», ρωτά το The Verge η Κρίσταλ Πάτερσον, πρώην υπάλληλος του Facebook και νυν μέλος του λόμπι των Δημοκρατικών.
Πολιτική θύελλα στις ΗΠΑ μετά την έρευνα στο σπίτι του Τραμπ
Και δεν ήταν μόνο οι Αμερικανοί πολιτικοί, για τους οποίους έπρεπε να ανησυχεί το Facebook, αλλά και από άλλα μέρη του κόσμου. Ο ίδιος ο Μαρκ Ζούκερμπεργκ είχε απορρίψει μια «αρκετά τρελή ιδέα» ότι τα fake news στην πλατφόρμα θα μπορούσαν να επηρεάσουν τις εκλογές. Σύντομα όμως έγινε σαφές ότι προπαγάνδα από ρωσικούς λογαριασμούς στο Facebook είχε φτάσει σε εκατομμύρια Αμερικανούς ψηφοφόρους – προκαλώντας μια άνευ προηγουμένου αντίδραση που ανάγκασε την εταιρεία να αρχίσει να υπολογίζει την επιρροή της στην παγκόσμια πολιτική σκηνή.
Η πολιτική ισχύς του Facebook
Με την πάροδο του χρόνου, ο Ζούκερμπεργκ θα αναγνώριζε τον ρόλο του Facebook ως μια οντότητα τόσο ισχυρή, όσο η ίδια η κυβέρνηση και τα μέσα ενημέρωσης, στη διαμόρφωση της δημόσιας ατζέντας, ενώ ταυτόχρονα προσπαθούσε να ελαχιστοποιήσει τον ρόλο της εταιρείας στην υπαγόρευση των αποδεκτών του πολιτικού λόγου.
Για να φύγει το βάρος της πολιτικής ευθύνης από το Facebook, η εταιρεία δημιούργησε το Εποπτικό Συμβούλιο, ένα όργανο που μοιάζει με το Ανώτατο Δικαστήριο και το οποίο έχει κριτικό ρόλο για τις αμφιλεγόμενες αποφάσεις περιεχομένου, συμπεριλαμβανομένου του τρόπου αντιμετώπισης για τον λογαριασμό του Τραμπ. Αλλά το Συμβούλιο είναι «φρέσκο» και ακόμη δεν είναι γνωστή η ισχύς του για τις αποφάσεις του Facebook. Πόση ευθύνη εξακολουθεί να έχει το Facebook στην υπαγόρευση των όρων της δικής του πλατφόρμας; Και μπορεί τελικά το Συμβούλιο να αλλάξει τους αλγόριθμους συστάσεων, που αποτελούν την κινητήριο δύναμή του;