Τελικά δεν ήταν αμφίρροπη η εκλογική μάχη στις Ηνωμένες Πολιτείες, παρ' όλες τις προβλέψεις των δημοσκόπων και των αναλυτών. Ο Ντόναλντ Τραμπ πέτυχε μια καθαρή και εμφατική νίκη, αφού κέρδισε σε όλες τις διαφιλονικούμενες πολιτείες, αλλά και στο σύνολο των Αμερικανών ψηφοφόρων.
Οι δε Ρεπουμπλικανοί πέτυχαν να ανατρέψουν την πλειοψηφία των Δημοκρατικών στη Γερουσία και μάλλον θα πετύχουν τη λεγόμενη «trifecta», καθώς είναι πολύ πιθανή η επιβεβαίωση της πλειοψηφίας τους στη Βουλή των Αντιπροσώπων, έστω και με μία έδρα διαφορά από τους Δημοκρατικούς.
Και μπορεί μεν οι δημοσκόποι, με την εξαίρεση μιας μόνο εταιρείας, να μην κατάφεραν να προβλέψουν την καθαρή επικράτηση του Τραμπ, όμως τα ευρήματα των exit poll ξεκαθαρίζουν σε μεγάλο βαθμό τα αίτια αυτού του πολιτικού σεισμού για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η πρώτη και κύρια αιτία φαίνεται καθαρά πως ήταν η χαμηλή αποδοχή της προεδρίας Μπάιντεν από σχεδόν το 60% των ψηφοφόρων. Μόνο 40% δήλωσαν ικανοποιημένοι από τη διακυβέρνηση του Τζο Μπάιντεν και των Δημοκρατικών, και αυτό απλώς σημαίνει ότι ακόμη και ένα μέρος των Δημοκρατικών ψηφοφόρων ήταν δυσαρεστημένοι, και το γεγονός αυτό αντικατοπτρίστηκε στο πρόσωπο της αντιπροέδρου Κάμαλα Χάρις.
Είναι βέβαιο, πάντως, ότι θα χυθεί πολύ μελάνι για να αναλυθεί η αντίφαση του πώς γίνεται να πηγαίνουν αντικειμενικά καλά τα πράγματα στην οικονομία και η πλειοψηφία των πολιτών να έχει εντελώς άλλη άποψη. Και αυτό το φαινόμενο θα πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο ανάλυσης και προβληματισμού και για άλλες χώρες, όπως η Ελλάδα. Προφανώς, η προεδρία Μπάιντεν, και εμμέσως η Κάμαλα Χάρις, πλήρωσε βαρύ τίμημα από το ανεξέλεγκτο κύμα πληθωρισμού και ακρίβειας της περιόδου 2022-23. Όμως, εδώ και περίπου έναν χρόνο η αμερικανική οικονομία έχει ανακάμψει πλήρως, με τον πληθωρισμό να έχει υποχωρήσει στο 2,4%, την ανεργία χαμηλά στο 4% περίπου, και τους μισθούς στον ιδιωτικό τομέα να αυξάνονται σε υψηλότερα ποσοστά από τον ρυθμό του πληθωρισμού ήδη από τον Απρίλιο του 2023.
Παρ' όλα αυτά, το σοκ του πληθωρισμού αποσταθεροποίησε ψυχολογικά -και εκλογικά- ένα πολύ μεγάλο μέρος της κοινωνίας, το οποίο δικαίως ή (προφανώς) αδίκως έριξε το φταίξιμο στη διακυβέρνηση του Τζο Μπάιντεν και αχρήστευσε εκλογικά τα Bidenomics, το γιγαντιαίο πρόγραμμα δημοσιονομικής επέκτασης με το American Rescue Plan και το Infrastructure Investment and Jobs Act, αξίας πολλών εκατοντάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων. Μεγάλο μέρος των εργαζομένων και των επαγγελματιών χρέωσαν στους Δημοκρατικούς τη διακινδύνευση των θέσεων εργασίας και της αβάστακτης ακρίβειας που προήλθε βασικά από τα αποτελέσματα της πανδημίας.
Σημαντικό ρόλο όμως φαίνεται να έπαιξαν και τα identity politics, καθώς οι woke πολιτικές της συμπεριληπτικότητας προκάλεσαν την αντίδραση ενός σημαντικού μέρους της κοινωνίας, που θεώρησε ότι οι Δημοκρατικοί ξεπέρασαν τα όρια σε αυτόν τον τομέα. Δυστυχώς ή ευτυχώς, όπως στη φυσική, έτσι και την πολιτική και στην κοινωνία, όταν υπάρχει δράση, προκαλείται και αντίδραση. Δεν είναι τυχαίο ότι η νίκη του Τραμπ και των Ρεπουμπλικανών πιστώνεται σε πολύ μεγάλο βαθμό στην ψήφο των ανδρών, και αυτή τη φορά όχι μόνο των λευκών ανδρών, αλλά και των ισπανόφωνων και αυξημένου αριθμού Αφροαμερικανών.
Και η τρίτη αιτία, αλλά όχι λιγότερο σημαντική, είναι η υπόθεση του μεταναστευτικού, όπου η Κάμαλα Χάρις και οι Δημοκρατικοί απώλεσαν μεγάλο μέρος της επιρροής τους στους ανένταχτους ψηφοφόρους, τους οποίους είχε κερδίσει σε μεγάλο βαθμό το 2020 ο Μπάιντεν. Παρότι η πλειοψηφία των Αμερικανών πολιτών δεν είναι αντίθετη με την έννοια της μετανάστευσης, εν τούτοις οι ανεξέλεγκτες ροές που παρατηρήθηκαν τα τελευταία χρόνια έπληξαν την αξιοπιστία της προεδρίας Μπάιντεν και της Κάμαλα Χάρις, στην οποία η ίδια ήταν το Νο2 στον Λευκό Οίκο.
Η θλιβερή, βέβαια, διαπίστωση είναι το πόσο μικρή σημασία αποδίδει η πλειοψηφία των Αμερικανών πολιτών στα ζητήματα δημοκρατίας και κράτους δικαίου. Σε μια ευνομούμενη Δημοκρατία με πολιτικά ενσυνείδητους πολίτες είναι εξαιρετικά αμφίβολο εάν ο Ντόναλντ Τραμπ θα ήταν ξανά υποψήφιος για την προεδρία, πόσω μάλλον να κέρδιζε ξανά εκλογές. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, όμως, φαίνεται πως δεν είναι τόσο ξεκάθαρες στη συνείδηση μιας μεγάλης μερίδας των πολιτών οι γραμμές ανάμεσα στη δημοκρατία και στον αυταρχισμό. Ειδικά όταν η πρωταρχική σκέψη σε έναν απλό εργαζόμενο και επαγγελματία είναι το αν θα έχει δουλειά την επόμενη ημέρα και αν θα μπορεί να θρέψει την οικογένειά του και να πληρώσει το στεγαστικό του δάνειο. Διότι, σε αντίθεση με την Ευρώπη και άλλες χώρες της Δύσης, εάν στις ΗΠΑ χάσει κάποιος τη δουλειά του, είναι σχεδόν νομοτέλεια να βρεθεί σε λίγες εβδομάδες στον δρόμο, να χάσει την υγειονομική του περίθαλψη και να πεθάνει αβοήθητος. Εκεί ο αγώνας για επιβίωση αποδεικνύεται στην κάλπη πιο σημαντικός από την ευθύνη του πολίτη για την προστασία της δημοκρατίας και των θεσμών.