Η Δύση υποδέχθηκε χθες τον πρόεδρο Τραμπ με ανάμεικτα συναισθήματα.
Από τη μια υπάρχει η ελπίδα για τερματισμό των δύο πολεμικών συγκρούσεων, στην Ουκρανία και στη Μέση Ανατολή, όπου ήδη δρομολογήθηκαν θετικές εξελίξεις με την εκεχειρία και την παραίτηση ακροδεξιών υπουργών του Νετανιάχου. Από την άλλη, υπάρχει η αγωνία μήπως ο Τραμπ υλοποιήσει έστω και τα μισά από αυτά που έχει εξαγγείλει σε σχέση με τις εμπορικές συναλλαγές, την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ, τις διεθνείς συμμαχίες και τη λειτουργία των δημοκρατικών θεσμών. Αγωνία, μήπως το φαινόμενο Τραμπ οδηγήσει ουσιαστικά στο τέλος της Δύσης όπως την ξέραμε μέχρι σήμερα.
Η Ευρώπη είναι η πρώτη που δικαίως αγωνιά και ανησυχεί για το πού μπορεί να οδηγήσει τα πράγματα ο Τραμπ.
Ήδη από το 2014, όταν η Ρωσία προσάρτησε την Κριμαία, η ΕΕ, αν και βίωσε την απειλή του ρωσικού αναθεωρητισμού, έκανε πως δεν κατάλαβε τίποτα. Με ηγέτιδα δύναμη τη Γερμανία, οι Ευρωπαίοι επέλεξαν να κρατήσουν χαμηλά τις αμυντικές τους δαπάνες. Είναι χαρακτηριστικό ότι η τότε πλούσια Γερμανία και η Ολλανδία είχαν αμυντικές δαπάνες περί το 1% του ΑΕΠ τους, με κατώτατο όριο το 2% που είχε τεθεί από πλευράς ΝΑΤΟ. Εκείνη την περίοδο η σημερινή πρόεδρος της Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, ήταν υπουργός Άμυνας της Γερμανίας και ο σημερινός γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ, Μαρκ Ρούτε, ήταν πρωθυπουργός της Ολλανδίας. Τέτοια διορατικότητα!
Σήμερα, που έχει γιγαντωθεί η ρωσική απειλή, ο Τραμπ απειλεί με αποχώρηση των ΗΠΑ από το ΝΑΤΟ και ζητεί να αυξηθούν οι αμυντικές δαπάνες των Ευρωπαίων στο… αδιανόητο 5% του ΑΕΠ, προκειμένου να ενεργοποιήσει την αμερικανική στρατιωτική προστασία στην Ευρώπη. Είναι γνωστό ότι ευρωπαϊκή άμυνα χωρίς τις ΗΠΑ και δίχως το Ηνωμένο Βασίλειο -που δεν είναι πια μέλος της ΕΕ- δεν νοείται. Ένας πρώτος άμεσος κίνδυνος, λοιπόν, που αντιμετωπίζει η Ευρώπη είναι να βρεθεί είτε ανασφαλής είτε υπερχρεωμένη για αμυντικούς σκοπούς. Με ηγεσία Φον ντερ Λάιεν στην Ευρώπη και Ρούτε στο ΝΑΤΟ οι ανησυχίες δύσκολα καθησυχάζονται.
Ασφαλώς μόνο τυχαίο δεν είναι το γεγονός ότι η δεύτερη τετραετία του Τραμπ ξεκινά με αρνητική την πλειοψηφία της κοινής γνώμης στη Δύση, θετική στη Ρωσία και στην Κίνα και ενθουσιώδη στην Ινδία. Ιδιαίτερα σε χώρες στενά συνδεδεμένες με τις ΗΠΑ, όπως ο Καναδάς, η Μεγάλη Βρετανία και η Νότια Κορέα, η ρητορεία του Τραμπ προκαλεί πραγματικό σοκ. Θα έχει μεγάλο ενδιαφέρον να δούμε αν αυτό το κλίμα θα συνεχιστεί ή θα οδηγηθεί ο Αμερικανός πρόεδρος σε μια αναγκαστική αναδίπλωση, προκειμένου να μην αποδυναμωθούν ή διαλυθούν οι μεταπολεμικές συμμαχίες.
Το δυτικό μοντέλο, ωστόσο, δεν απειλείται μόνον εκτός αλλά και εντός των ΗΠΑ. Μπορεί ο Τραμπ να υποστήριξε στην ομιλία της ορκωμοσίας του ότι «η χρυσή εποχή των ΗΠΑ ξεκινά τώρα αμέσως», όμως αυτό το ξεκίνημα είναι γεμάτο προβλήματα που μόνο σε χρυσή εποχή δεν παραπέμπουν: η μεσαία τάξη συρρικνώνεται και οι φτωχοί γίνονται φτωχότεροι, ενώ ένα σημαντικό τμήμα του πληθυσμού βρίσκεται εκτός συστήματος Υγείας. Η οπλοκατοχή -της οποίας ο Τραμπ είναι φανατικός οπαδός- εξελίσσεται σε μείζον κοινωνικό πρόβλημα, επιτείνοντας φαινόμενα βίας. Οι φυλετικές διακρίσεις συνεχίζονται, ενώ ο τομέας των δικαιωμάτων, όπου ο Τραμπ επιδιώκει να παρέμβει κατά της φιλελευθεροποίησης, αντί να ενώνει έχει φτάσει στο σημείο να διχάζει τους Αμερικανούς.
Σε όλα αυτά θα πρέπει κανείς να προσθέσει τον απρόβλεπτα επικίνδυνο παράγοντα που ακούει στο όνομα Έλον Μασκ. Με ανεξέλεγκτη συγκέντρωση πλούτου και μιντιακής δύναμης στα χέρια του, ο Μασκ μπαίνει μαζί με τον Τραμπ στον Λευκό Οίκο εκφράζοντας την απέχθειά του στις εκλεγμένες κυβερνήσεις της Γερμανίας και της Μεγάλης Βρετανίας και τον θαυμασμό του στην ευρωπαϊκή Ακροδεξιά, ακόμη και στις νεοναζιστικές της εκφάνσεις.