Όλα όσα έγιναν στο κέντρο ελέγχου της εναέριας κυκλοφορίας από τη στιγμή που εντοπίστηκε το πρόβλημα αποκάλυψε ο επικεφαλής της NATS, Μάρτιν Ρολφ.
Ο διευθύνων σύμβουλος της υπηρεσίας ελέγχου εναέριας κυκλοφορίας αποκάλυψε στον Independent πως η βλάβη εντοπίστηκε αρχικά στις 8:30 π.μ. της Δευτέρας -σχεδόν τρεις ώρες προτού το αυτόματο σύστημα τεθεί εκτός λειτουργίας-, αφήνοντας τους ελεγκτές να χειρίζονται τα αεροσκάφη χειροκίνητα.
«Έπρεπε να αποκαταστήσουμε το πρόβλημα μέσα σε 4 ώρες -Διαφορετικά, θα συνέβαινε αυτό που συνέβη»
Το σύστημα είναι σχεδιασμένο έτσι ώστε να ειδοποιεί όταν αντιμετωπίζει ανώμαλα δεδομένα. Και, αντί να διακινδυνεύσουν οι ελεγκτές εναέριας κυκλοφορίας να παρουσιάσουν ψευδείς πληροφορίες, το σύστημα μπήκε στην εφεδρική του λειτουργία, η οποία αποθηκεύει δεδομένα έως και τεσσάρων ωρών.
«Εργαζόμασταν σε ένα χρονοδιάγραμμα αποκατάστασης του συστήματος πριν από τις 12:30» δήλωσε ο Ρολφ. «Αλλά προφανώς, όπως αντιλαμβάνεστε, δεν λαμβάνουμε νέα σχέδια πτήσης σε αυτό το στάδιο - ή μόνο εκείνα τα σχέδια πτήσης που μπορούμε να επεξεργαστούμε χειροκίνητα. Έτσι, ουσιαστικά διαβρώνεται το απόθεμα δεδομένων».
«Γνωρίζαμε ότι, εάν δεν το είχαμε λύσει μέχρι εκείνη τη στιγμή, θα βρισκόμασταν σε μια κατάσταση όπου θα έπρεπε να μειώσουμε σημαντικά τη ροή των αεροσκαφών, για να διασφαλίσουμε ότι δεν θα υπερφορτωνόταν το σύστημα και ιδιαίτερα οι ελεγκτές. Περίπου στα μισά της διαδρομής αυτής καταλήξαμε στο συμπέρασμα πως υπήρχε εύλογη πιθανότητα να μην μπορέσουμε να το ανακτήσουμε εντός του χρονοδιαγράμματος. Το πρόβλημα διέφερε σημαντικά από οτιδήποτε είχαμε δει στο παρελθόν, και φυσικά αυτό εγείρει πάντα ερωτήματα σχετικά με το ποια ήταν η αιτία. Μόνο σε περιπτώσεις όπου τα πράγματα είναι τόσο εκτός από αυτό που περιμένουμε να δούμε, θα επιστρέφαμε σε χειροκίνητες διαδικασίες» ανέφερε ο Μάρτιν Ρολφ.
«Δεν είχαμε ιδέα τι είχε συμβεί»
Και συνέχισε: «Εκείνη τη στιγμή δεν είχαμε ιδέα. Τώρα έχουμε καλύτερη ιδέα, αλλά τότε δεν είχαμε. Έτσι, αρχίσαμε να επικαλούμαστε διαδικασίες έκτακτης ανάγκης: μιλήσαμε με αεροπορικές εταιρείες, μιλήσαμε με το Dft (Υπουργείο Μεταφορών), μιλήσαμε με την CAA (Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας) για να καταστήσουμε σαφές πως υπήρχε πιθανότητα σημαντικού προβλήματος. Κι αυτό διότι επρόκειτο για αργία, άρα ο όγκος της κυκλοφορίας ήταν πολύ μεγαλύτερος.
Οι μηχανικοί κατάφεραν να καταλάβουν ποιο ήταν το πρόβλημα και να είναι σε θέση να πουν "ξέρουμε πώς να το διορθώσουμε" - το οποίο όμως δεν είναι το ίδιο, προφανώς, με τη βασική αιτία. Μέχρι τις 1:30 οι μηχανικοί είπαν πως πίστευαν ότι ήξεραν πώς να ανακτήσουν αποτελεσματικά το σύστημα, παρότι δεν γνώριζαν τη βασική αιτία. Μέσα σε μία ώρα το σύστημα λειτουργούσε και πάλι, αλλά δεν πηγαίνεις από το 10% στο 100% σε μια στιγμή».
Χιλιάδες ακυρώσεις πτήσεων -Απίστευτη ταλαιπωρία για τους ταξιδιώτες
Ως αποτέλεσμα της βλάβης του συστήματος, σχεδόν 1.600 πτήσεις ακυρώθηκαν τη Δευτέρα, καθηλώνοντας στο έδαφος περίπου 250.000 ταξιδιώτες. Την Τρίτη περίπου 300 αναχωρήσεις ακυρώθηκαν, καθώς οι αεροπορικές εταιρείες αντιμετώπισαν προβλήματα με τα αεροσκάφη και το πλήρωμα, που δεν βρίσκονταν στις θέσεις όπου θα έπρεπε να είναι τη συγκεκριμένη μέρα. Το κόστος, σύμφωνα με τον επικεφαλής της Διεθνούς Ένωσης Αερομεταφορών (IATA), Γουίλι Γουόλς, για τις αεροπορικές εταιρείες είναι πιθανό να φτάσει τα 116 εκατομμύρια ευρώ.
O Ρολφ δήλωσε, επίσης, πως σε κανονικές περιόδους η υπηρεσία ελέγχου εναέριας κυκλοφορίας του Ηνωμένου Βασιλείου είναι «ο φθόνος του μεγαλύτερου μέρους του κόσμου» λόγω της μεγάλης κίνησης που μπορεί να διαχειριστεί.
«Αυτή την εποχή του έτους θα περιμέναμε να χειριστούμε μεταξύ 7.500 και 8.000 πτήσεων την ημέρα. Η πλειονότητα αυτών δεν θα παρουσιάσει καμία καθυστέρηση που να οφείλεται σε εμάς. Αυτό αντιστοιχεί σε λίγο πάνω από 2 εκατομμύρια πτήσεις τον χρόνο. Διαχειριζόμαστε περίπου το 25% της ευρωπαϊκής αεροπορικής κίνησης και συνεισφέρουμε περίπου το 2% της καθυστέρησης».
«Ούτε στιγμή δεν υπήρξε κίνδυνος για τους επιβάτες»
Ο διευθύνων σύμβουλος της NATS δήλωσε, επίσης, ότι δεν υπήρξε ποτέ κίνδυνος για τους ταξιδιώτες.
«Έχουμε ένα απολύτως αξιοζήλευτο ιστορικό ασφάλειας, το οποίο δεν θεωρούμε ποτέ δεδομένο», δήλωσε, προσθέτοντας: «Ο λόγος της αναστάτωσης ήταν ακριβώς επειδή θέλουμε απολύτως να εγγυηθούμε την ασφάλεια όλων».