Στην επιθετική εξωτερική πολιτική της Τουρκίας αναφέρεται άρθρο γνώμης της «Handelsblatt», σημειώνοντας ότι οι ενδείξεις αποκλιμάκωσης στην ελληνοτουρκική κόντρα για τα ενεργειακά στην Ανατολική Μεσόγειο είναι μόνο προσωρινές, αφού η Αγκυρα δεν αλλάζει πορεία.
«Τα καλά νέα είναι ότι η καγκελάριος Μέρκελ δεν έχει ξεχάσει να διαμεσολαβεί», αναφέρει ο αρθρογράφος Οζάν Ντεμιρτζάν της γερμανικής οικονομικής εφημερίδας. «(…) Tα κακά νέα είναι ότι η επιθετική εξωτερική πολιτική της Τουρκίας δεν αποτελεί παρελθόν. Εδώ και εβδομάδες βρίσκεται σε εξέλιξη η διαμάχη για ενδεχόμενα κοιτάσματα φυσικών πόρων στην Ανατολική Μεσόγειο. Η Ελλάδα κατηγορεί την Τουρκία για παράνομες έρευνες κοντά σε ελληνικά νησιά. Η Τουρκία υποστηρίζει ότι τα ύδατα αυτά ανήκουν στην τουρκική υφαλοκρηπίδα. Πρόκληση ή όχι, η στάση της Τουρκίας είναι συστηματική.
Ο Τούρκος πρόεδρος ακολουθεί ένα άκρως επιθετικό δόγμα εξωτερικής πολιτικής από το 2016. Οι παλιές εταιρικές σχέσεις, όπως με το ΝΑΤΟ, αποτελούν ελάχιστο εμπόδιο, όπως και μια συμμαχία δυτικών αξιών (…) O Ερντογάν μπορεί να κερδίσει μόνο όταν οι άλλοι χάνουν και αντίστροφα. Αλλά και πολλοί Ευρωπαίοι έχουν τον ίδιο τρόπο σκέψης. Στο θέμα του προσφυγικού και της ΕΕ, η Αγκυρα εδώ και καιρό ακολουθεί μια πολιτική πιθανοτήτων με απειλές. Μολαταύτα ορισμένοι Ευρωπαίοι μιλούν σαν να είναι δώρο στον Ερντογάν τα χρήματα για τη στήριξη των προσφύγων».
Οι απειλές κυρώσεων δεν έχουν το επιθυμητό αποτέλεσμα
Η Αγκυρα, όμως, δεν προκαλεί με τη στάση της μόνο στα ελληνοτουρκικά, διαπιστώνει το σχόλιο της «Handelsblatt». «Στη Λιβύη ο Τούρκος πρόεδρος επιδιώκει εδώ και καιρό δικούς του στόχους και αντιτίθεται στη Γαλλία (…) Στην Ουκρανία, η Τουρκία ενισχύει δεσμούς με φίλα προσκείμενες δυνάμεις στην κυβέρνηση. Και, παράλληλα, εδώ και καιρό επεκτείνει την ισχύ της στα Βαλκάνια, με εταιρικές πολιτικές σχέσεις, οικονομική συνεργασία και χρηματοδότηση τζαμιών».
Οσον αφορά στο ενδεχόμενο επιβολής κυρώσεων από την ΕΕ στην Τουρκία, η «Handelsblatt» σημειώνει, σύμφωνα με την DW: «Οι απειλές κυρώσεων προς τον Ερντογάν συχνά δεν έχουν το επιθυμητό αποτέλεσμα. Αντίθετα, διεγείρουν κάποιου είδους αντανακλαστικά ενότητας, τα οποία εκτείνονται μέχρι τα κόμματα της αντιπολίτευσης. Αυτά τα αντανακλαστικά καταδεικνύουν ότι ακόμη και με κυβερνητική αλλαγή, η εξωτερική πολιτική της Αγκυρας θα παραμείνει σε μια επιθετική κατεύθυνση. Αυτό που απαιτείται είναι μια προσέγγιση που να ανταποκρίνεται στις παρούσες συνθήκες: η Τουρκία έχει εγκαταλείψει το ευρωπαϊκό σύστημα αξιών, αλλά είναι ένας απαραίτητος εταίρος σε πολλούς τομείς. Επομένως, η Τουρκία δεν πρέπει να συγκριθεί με την Ιταλία, την Ουγγαρία ή την Κροατία. Αλλά μάλλον με την Κίνα -όχι λόγω του μεγέθους της, αλλά λόγω της αυξανόμενης αποξένωσης και εξάρτησης».