Κατηγορίες εις βάρος της Γκουλνάρα Καρίμοβα, της αποκαλούμενης «πριγκίπισσας του Ουζμπεκιστάν» απήγγειλαν οι Αρχές στην Ελβετία για δωροδοκία, ξέπλυμα χρήματος και διεύθυνση διεθνούς εγκληματικής οργάνωσης.
Το γραφείο του γενικού εισαγγελέα της Ελβετίας (OAG) ανέφερε σε ανακοίνωσή του ότι μετά από μακρά ποινική έρευνα, κατέθεσε κατηγορητήριο κατά της ζάπλουτης Καρίμοβα και ενός στελέχους του οργανισμού τηλεπικοινωνιών του Ουζμπεκιστάν .
Τι αναφέρει το κατηγορητήριο εις βάρος της Καρίμοβα
«Οι δύο κατηγορούμενοι φέρονται συγκεκριμένα ότι συμμετείχαν σε εγκληματική οργάνωση που δρούσε σε διάφορες χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Ελβετίας», αναφέρεται στην ανακοίνωση. Οι κατηγορίες καλύπτουν την περίοδο από το 2005 έως το 2013 και αφορούν «συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση», «ξέπλυμα χρήματος», «αποδοχή δωροδοκίας ως αλλοδαπών δημοσίων λειτουργών» και «πλαστογραφία εγγράφων». Το κατηγορητήριο κατατέθηκε στο ομοσπονδιακό ποινικό δικαστήριο της Ελβετίας.
Η εισαγγελία υποστηρίζει ότι η Καρίμοβα, κόρη του εκλιπόντος προέδρου του Ουζμπεκιστάν, Ισλάμ Καρίμοφ, δημιούργησε και διηύθυνε από το 2001 μέχρι το 2013 μια εγκληματική οργάνωση γνωστή ως «Το Γραφείο», που αποτελούνταν από αρκετές δεκάδες άτομα και μεγάλο αριθμό εταιρειών.
Πώς δρούσε η οργάνωση της Καρίμοβα
Η οργάνωση της Καρίμοβα ξεκίνησε τις δραστηριότητές της στην Ελβετία το 2005 «για να αποκρύψει κεφάλαια προερχόμενα από εγκληματικές συναλλαγές της σε ελβετικούς τραπεζικούς λογαριασμούς και χρηματοκιβώτια και αγοράζοντας ακίνητη περιουσία», ανέφερε η δήλωση.
Η Καρίμοβα, η οποία εκτίει ποινή κάθειρξης 13 ετών στο Ουζμπεκιστάν για υπεξαίρεση, δωροδοκήθηκε με μεγάλα ποσά από ξένες εταιρείες που ήθελαν να αποκτήσουν πρόσβαση στον αναπτυσσόμενο τομέα των τηλεπικοινωνιών του Ουζμπεκιστάν, πρόσθεσε το κατηγορητήριο. Τα ποσά καταβλήθηκαν μέσω εταιρειών στο «Γραφείο» προκειμένου η
Καρίμοβα να ασκήσει την ευρεία επιρροή της ώστε να αποκτήσουν πρόσβαση στην αγορά, σύμφωνα με την έρευνα του OAG. Τα ποσά αυτά «στη συνέχεια μεταφέρθηκαν με πολύπλοκες κινήσεις σε διάφορους τραπεζικούς λογαριασμούς, μέσω πολλών χωρών και διαφορετικών εταιρειών, προτού μεταφερθούν σε τραπεζικούς λογαριασμούς στην Ελβετία», ανέφερε. Οι λογαριασμοί αυτοί άνοιξαν στο όνομα εταιρειών «Του Γραφείου». Οι υποτιθέμενοι παραλήπτες στην πραγματικότητα τοποθετήθηκαν εκεί για να αποκρύψουν ότι η Καρίμοβα ήταν ο πραγματικός παραλήπτης, πρόσθεσε το κατηγορητήριο.
Κατασχέθηκαν τεράστια ποσά
Έρευνες που διεξήχθησαν στην Ελβετία οδήγησαν μέχρι στιγμής στην κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων συνολικού ύψους 780 εκατομμυρίων ελβετικών φράγκων , που περιλαμβάνουν τραπεζικά περιουσιακά στοιχεία και ακίνητα, καθώς και μετρητά και τιμαλφή, που κατατέθηκαν σε τραπεζικές θυρίδες, ανέφερε η OAG.
Η εισαγγελία ζήτησε ακόμη τη δήμευση περιουσιακών στοιχείων αξίας 440 εκατομμυρίων φράγκων. Ενώ οι εισαγγελείς λένε ότι η Καρίμοβα ήταν γενικά υπεύθυνη για το The Office, απήγγειλαν επίσης κατηγορίες στον επικεφαλής του ουζμπεκικού υποκαταστήματος μιας ρωσικής εταιρείας τηλεπικοινωνιών. Αυτός ο ύποπτος, το όνομα του οποίου δεν έγινε γνωστό, κατηγορήθηκε ως «κλειδί μέλος» της εγκληματικής οργάνωσης.
Η Καρίμοβα αρνείται τις κατηγορίες
Η Καρίμοβα, η οποία είχε κάνει στο παρελθόν καριέρα και ως σχεδιάστρια μόδας, αρνήθηκε τις κατηγορίες. Ο δικηγόρος της, Γκρεγκουάρ Μανγκέ, με έδρα τη Γενεύη, είπε ότι η πελάτισσά του «αμφισβητεί όλες τις κατηγορίες και θα αγωνιστεί για την αθώωσή της». Ο ίδιος αμφισβήτησε σύμφωνα με τους Financial Times τη «θεωρία περί εγκληματικής οργάνωσης», που όπως λέει, προώθησαν οι Ελβετοί εισαγγελείς μόλις πριν από ένα χρόνο κι ενώ η έρευνά τους είχε ξεκινήσει προ δεκαετίας.
Αλλά μολονότι η Καρίμοβα αρνείται τις κατηγορίες, οι Ελβετοί εισαγγελείς επιμένουν ότι η οργάνωσή της «διεξήγαγε τις εγκληματικές δραστηριότητές της ως επαγγελματική επιχείρηση με υποχρεωτικούς κανονισμούς και τηρώντας αυστηρή κατανομή καθηκόντων, ενώ επίσης καταφεύγει στη βία και τον εκφοβισμό».
Οι Αρχές στην Ελβετία ξεκίνησαν τ ην έρευνα εις βάρος της Καρόμοβα όταν έχασε τη διπλωματική της ασυλία μετά τον θάνατο του πατέρα της το 2016. Η Καρίμοβα τέθηκε επίσης σε κατ' οίκον περιορισμό το 2013 στο Ουζμπεκιστάν μετά από μια πολιτική αλλαγή στη χώρα της Κεντρικής Ασίας και καταδικάστηκε το 2017 για υπεξαίρεση στη χώρα καταγωγής της, ανέφεραν οι Times. Έκτοτε, οι δικηγόροι της υποστηρίζουν ότι έχει υποστεί βασανιστήρια κι ότι καταπατήθηκαν τα βασικά της δικαιώματα.