Ο κόσμος θα θυμάται τον Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, τον τελευταίο ηγέτη της Σοβιετικής Ενωσης, ως έναν ιδιαίτερα σημαντικό πολιτικό, που σημάδεψε την Ιστορία του 20ού αιώνα. Δίπλα του, όμως, είχε πάντα τη σύζυγό του Ραΐσα, η οποία δέχθηκε αυστηρή κριτική στη χώρα της. Η ιστορία αγάπης τους είναι συγκινητική.
Η στιγμή που η εικόνα της Δύσης για τη Σοβιετική Ένωση άρχισε να αλλάζει μπορεί να προσδιοριστεί με κάποια ακρίβεια: Ήταν Δεκέμβριος του 1984, όταν ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, τότε δεύτερος τη τάξει στο Κρεμλίνο, έφθασε στο Λονδίνο για συνομιλίες με τη Μάργκαρετ Θάτσερ, οι οποίες κατέληξαν με τη Βρετανίδα πρωθυπουργό να δηλώνει: «Μου αρέσει ο κύριος Γκορμπατσόφ. Μπορούμε να κάνουμε δουλειές μαζί».
Όταν η Ραΐσα εξέπληξε τη Δύση: «Δεν μοιάζει με τις συζύγους άλλων Σοβιετικών ηγετών»
Ήταν μια θριαμβευτική επίσκεψη, αλλά η επιτυχία δεν ήταν μόνο του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ... Στο πλευρό του καθ’ όλη τη διάρκεια ήταν η σύζυγός του, Ραΐσα: κομψή, με ζεστά μάτια και περιποιημένα μαλλιά, δεν έμοιαζε με καμία άλλη σύζυγο κορυφαίου κομμουνιστή που είχε δει ποτέ η Δύση.
Η αντίθεση με την τελευταία σύζυγο ηγέτη της Σοβιετικής Ενωσης που είχε επισκεφθεί τη Δύση, την ατημέλητη Νίνα Χρουστσόφ, δεν θα μπορούσε να είναι πιο έντονη. Τα βρετανικά ταμπλόιντ φυσικά και το σχολίασαν... «Οι νέοι σύντροφοι Gucci», τους αποκάλεσαν, με ένα μέσο ενημέρωσης να χαρακτηρίζει τη Ραΐσα «Μπο Ντέρεκ της Στέπας».
«Τι αντίθεση με τις συζύγους άλλων Σοβιετικών ηγετών, που έμοιαζαν σαν να έπρεπε να χτίσουν φράγματα στη Σιβηρία», έγραψε ένας αρθρογράφος της «Daily Mirror».
Ήταν το διεθνές coming-out ενός ζευγαριού που ήταν τόσο ξεχωριστό όσο φαινόταν. Η χειραφέτηση της γυναίκας αποτελούσε θεμελιώδη πυλώνα της επανάστασης των Μπολσεβίκων, όπως την ενσάρκωσε η σύζυγος του Βλαντίμιρ Λένιν, Ναντέζντα Κρούπσκαγια, συναγωνιστής στην επανάσταση και υπουργός της κυβέρνησης μέχρι το θάνατό της. Όμως, ερχόταν σε αντίθεση με τον βαθύ συντηρητισμό της ρωσικής ζωής και ο Στάλιν το ανέτρεψε αυτό. Οι γυναίκες έπρεπε να κάνουν τα πάντα, αλλά έπρεπε πάντα να είναι κατώτερες των ανδρών.
Η γνωριμία του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ με τη Ραΐσα -Τον απέρριπτε, αλλά εκείνος επέμενε
Ωστόσο, η Ραΐσα Μαξσομόβνα Γκορμπατσόφ, το γένος Τιταρένκο, αρνήθηκε να παγιδευτεί σε αυτό το κλουβί κατωτερότητας. Λαμπρή κόρη ενός πλανόδιου μηχανικού σιδηροδρόμων, εγγονή ενός ανθρώπου που εκτελέστηκε για τροτσκισμό, η Ραΐσα γνώρισε τον Μιχαήλ Γκορμπατσόφ στο Κρατικό Πανεπιστήμιο της Μόσχας, όπου εκείνη σπούδαζε Φιλοσοφία και εκείνος Νομικά.
Ο εκκολαπτόμενος πολιτικός ερωτεύθηκε τρελά τη γοητευτική νεαρή φιλόσοφο. «Ένιωσα ότι έχανα το μυαλό μου» έγραψε στα απομνημονεύματά του, με τίτλο «Μόνος με τον εαυτό μου». «Ήθελα να βλέπω τη Ραΐσα και να βρίσκομαι όπου κι αν βρισκόταν».
Προσπαθώντας να σταθεί όρθια έπειτα από έναν οδυνηρό χωρισμό, η Ραΐσα τού είπε να εξαφανιστεί. «Της είπα ότι δεν μπορούσα να εκπληρώσω το αίτημά της» έγραψε, «ότι για μένα θα ήταν απλώς μια καταστροφή. Αυτή ήταν η εξομολόγηση της αγάπης μου».
Με την πάροδο του χρόνου εκείνη ανταποκρίθηκε. «Μια μέρα, πιάσαμε ο ένας το χέρι του άλλου και πήγαμε μια βραδινή βόλτα», έλεγε ο Γκορμπατσόφ 60 χρόνια μετά... «Και έτσι περπατούσαμε για όλη μας τη ζωή».
Θυμήθηκε, ακόμη, τη φορά που πήγαν για κολύμπι σε μια λίμνη σε πάρκο της Μόσχας, όταν έπιασε καταιγίδα. «Θυμάμαι το πρόσωπο της Ραΐσα σε μια αστραπή, τα φοβισμένα, γεμάτα απορία μάτια της. Την αγκάλιασα και αδέξια, αλλά παθιασμένα, άρχισα να τη φιλάω». Παντρεύτηκαν το 1953, όταν η Ραΐσα ήταν 21 ετών και ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ 22.
Τι λάτρεψε ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ στη σύζυγό του
Από την αρχή, ο Γκορμπατσόφ λάτρευε την εμφάνισή της και το ντύσιμό της, την κομψότητά της, που προκάλεσε τέτοιο πάταγο στο εξωτερικό. «Είχε έναν έμφυτο αριστοκρατικό τρόπο», έγραψε. «Ήταν ένα άτομο με μεγάλη αίσθηση της αξίας του εαυτού της».
Αλλά ήταν και κάτι άλλο: την αποκαλούσε «στρατηγό μου». «Σε όλη μου τη ζωή, όπου κι αν βρισκόμουν, η Ραΐσα κι εγώ συζητούσαμε», έγραψε μετά το θάνατό της. «Όταν έγινα γενικός γραμματέας και πρόεδρος, τηλεφωνούσα στη Ραΐσα δύο ή τρεις φορές την ημέρα ή μου τηλεφωνούσε εκείνη».
Δεν είχε μάλιστα αναστολές να αποκαλύψει την αλληλεξάρτησή τους... «Συζητάμε τα πάντα» είπε στον Αμερικανό τηλεοπτικό παρουσιαστή Τομ Μπροκόου, το 1987. «Συμπεριλαμβανομένων των υψηλότατων σοβιετικών υποθέσεων;», ρώτησε ο δημοσιογράφος. «Νομίζω ότι έχω απαντήσει συνολικά στην ερώτησή σας», επιβεβαίωσε ο Γκορμπατσόφ. «Συζητάμε τα πάντα».
Γιατί τη μισούσαν στη Ρωσία
Αλλά η οικειότητα και η ισότητα του πρώτου ζεύγους στην τότε Σοβιετική Ενωση, που αποδείχθηκαν τόσο επαναστατικές στο εξωτερικό, ήταν η καταστροφή της Ραΐσα στην πατρίδα της.
Στην αρχή, το σοβιετικό κοινό ήταν απλώς μπερδεμένο από αυτή την κομψή σκιά στο πλευρό του Γκορμπατσόφ: ήταν ανώτερο κομμουνιστικό στέλεχος; Στη συνέχεια, έμαθαν την αλήθεια. «Αγαπημένη των δυτικών φωτογράφων, η Ραΐσα Γκορμπατσόφ είναι ίσως η πιο αντιδημοφιλής γυναίκα της Σοβιετικής Ενωσης», ανέφερε ένας ανταποκριτής από τη Μόσχα το 1987.
«Αν ήταν φτιαγμένη σαν τρακτέρ, ίσως να προκαλούσε λιγότερο φθόνο και καχυποψία… Στη Σοβιετική Ένωση δεν υπάρχει δημόσιος χώρος για τις συζύγους».
Ένας άλλος έγραψε: «''Τι κάνει εκεί;'', ήταν η τυπική ερώτηση που θέτουν οι τηλεθεατές της σοβιετικής τηλεόρασης, οι οποίοι δεν έχουν συνηθίσει να βλέπουν τις συζύγους των ηγετών τους δημοσίως».
Και καθώς η προσπάθεια του Γκορμπατσόφ να ανοίξει την οικονομία επιμήκυνε, απλώς, τις ουρές έξω από τα καταστήματα και επιδείνωνε τις κοινωνικές εντάσεις, η Ραΐσα -με τη μεγάλη και ακριβή γκαρνταρόμπα της, η οποία ήταν φανερό ότι είχε αγοραστεί από τα καταστήματα που ήταν ανοιχτά μόνο για τους ανώτερους αξιωματούχους- έγινε στόχος ευρέως διαδεδομένου φθόνου και περιφρόνησης.
Η αχίλλειος πτέρνα του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ
Από μυστικό του όπλο, η Ραΐσα έγινε η αχίλλειος πτέρνα του συζύγου της: όταν ο πρώην σύμμαχός του Μπόρις Γέλτσιν επανέλαβε τη χυδαία άποψη πως ασκούσε υπερβολική επιρροή, αυτό σηματοδότησε την τελική ρήξη μεταξύ των δύο ανδρών, το προοίμιο της πτώσης του Γκορμπατσόφ.
Αλλά η Ραΐσα δεν δίστασε να μείνει στο πλευρό του: όταν ο Γκορμπατσόφ συνελήφθη στην οικογενειακή εξοχική κατοικία στη Μαύρη Θάλασσα, το 1991, επέλεξε να παραμείνει μαζί του καθ’ όλη τη διάρκεια.
Εκείνες τις σκοτεινές ημέρες τού κατ’ οίκον περιορισμού, η Ραΐσα υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο, που παρέλυσε προσωρινά το ένα χέρι της και επηρέασε την ομιλία της. Ανάρρωσε και έκανε μαζί του προεκλογική εκστρατεία στις καταστροφικές προεδρικές εκλογές του 1996, κατά τη διάρκεια των οποίων δέχθηκαν ακόμη και σωματική επίθεση και τις οποίες ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ έχασε ταπεινωτικά.
Η λευχαιμία και ο θάνατός της -Η έκκληση του Γκορμπατσόφ στον Σρέντερ
Η υγεία τής Ραΐσα κατέρρευσε και πάλι... Όταν διαγνώστηκε με λευχαιμία, τον Ιούλιο του 1999, ο σύζυγός της έκανε έκκληση στον πρόεδρο Κλίντον και στον Γερμανό καγκελάριο Γκέρχαρντ Σρέντερ για εξειδικευμένη ιατρική βοήθεια και την επόμενη ημέρα έφθασε ειδικός από το Φράιμπουργκ.
Η Ραΐσα Γκορμπατσόφ πέθανε τον Σεπτέμβριο, σε ηλικία μόλις 67 ετών.
Ο θάνατός της προκάλεσε μια δραματική αλλαγή στη Ρωσία: χιλιάδες επιστολές υποστήριξης και συμπαράστασης, προς έκπληξη του Γκορμπατσόφ. Η πιο δημοφιλής εβδομαδιαία εφημερίδα της Ρωσίας, η «Argumenty Fakty», έγραψε: «Θα τη θυμόμαστε και θα μετανιώνουμε για τη σκληρότητά μας. Πολλοί θα πιουν απόψε ένα ποτό στη μνήμη της και θα ευχηθούν να είναι μαλακό το χώμα που θα τη σκεπάζει».
Χρόνια αργότερα, ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ βασανιζόταν ακόμη από ενοχές γι’ αυτό που θεωρούσε ότι συνέβαλε στον πρόωρο θάνατό της...
«Πραγματικά, κατηγορώ τον εαυτό μου», είπε σε συνέντευξή του το 2008. «Πλήρωσα πολύ βαρύ τίμημα για την περεστρόικα. Η Ραΐσα ήταν τόσο ευαίσθητη, και όταν η ομάδα Γέλτσιν ξεκίνησε μια εκστρατεία συκοφαντίας εναντίον μου, το πήρε πολύ βαριά».
«Συχνά συζητούσαμε ποιος από τους δύο ήταν πιο τυχερός που παντρεύτηκε τον άλλον», είπε στην ίδια συνέντευξη. «Πέθανε πριν βρούμε την απάντηση… Στρέφομαι σε εκείνη στις αναμνήσεις μου. Παίρνω δύναμη από αυτές».
Ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ είχε αναφερθεί και στην πιο πρόσφατη επίσκεψή του στον τάφο της: «Πήγα με όλη την οικογένειά μου. Μιλήσαμε γι’ αυτήν και ένιωσα γαλήνη, ηρεμία και δύναμη. Θα ήθελα να ξέρει ότι εξακολουθεί να αγαπιέται με τον τρόπο που αγαπήθηκε όταν ήταν ζωντανή».