Τα απολιθώματα ενός νέου είδους προϊστορικού ρινόκερου, ενός από τα μεγαλύτερα θηλαστικά που περπάτησαν ποτέ στη Γη, ανακάλυψαν παλαιοντολόγοι στην Κίνα.
Βάρους 24 τόνων – περίπου όσο έξι ελέφαντες - και ύψους επτά μέτρων -μεγαλύτερο από εκείνο της καμηλοπάρδαλης, οι γιγάντιοι αυτοί ρινόκεροι του είδους Paraceratherium ζούσαν κυρίως στην Ασία, σύμφωνα με δελτίο τύπου της Κινεζικής Ακαδημίας Επιστημών. Η ομάδα των Κινέζων και Αμερικανών ερευνητών υπό τον Ντενγκ Τάο του Ινστιτούτου Παλαιοντολογίας Σπονδυλωτών και Παλαιοανθρωπολογίας (IVPP) που ανέλυσαν τα απολιθώματα, βάφτισαν το νέο είδος “Paraceratherium linxiaense” από την περιοχή, όπου πρωτοεντοπίστηκε, το Λινσιάν της επαρχίας Γκανσού στη βορειοδυτική Κίνα.
«Συνήθως τα απολιθώματα εντοπίζονται σε κομμάτια, αλλά αυτό εδώ είναι πλήρες με πλήρες κρανίο και γνάθο, πράγμα σπάνιο», δήλωσε ο Ντενγκ στο CNN. «To κρανίο είχε μήκος μεγαλύτερο του ενός μέτρου κι είναι σπάνιο να διατηρηθεί κρανίο τέτοιου μεγέθους. Βρήκαμε επίσης και την σπονδυλική στήλη», πρόσθεσε.
Οι ώμοι του γιγάντιου ρινόκερου ήταν πάνω από 4,9 μ. από το έδαφος, το κεφάλι του στα 7 μ, και το σώμα του είχε μήκος σχεδόν οκτώ μ., όταν οι ενήλικες αρσενικές καμηλοπαρδάλεις μπορεί να φθάσουν τα 5,5 μ. ύψος και οι θηλυκές τα 4,3 μ. «Είναι το μεγαλύτερο θηλαστικό που έζησε ποτέ στη στεριά», είπε ο Ντενγκ.
Ο γιγάντιος ρινόκερος ζήσε στο βόρειο τμήμα του οροπεδίου του Θιβέτ πριν από περίπου 31 εκατ. χρόνια, προτού μεταναστεύσει νοτιοδυτικά προς το Καζακστάν και μετά στο Πακιστάν. Ο “Paraceratherium linxiaense” κατάγεται απ’ αυτούς που ζούσαν στο Πακιστάν και θα πρέπει να διέσχισαν το οροπέδιο του Θιβέτ στην βορεινή πορεία τους προς το Λινσιάν, πράγμα που σημαίνει ότι το οροπέδιο θα πρέπει την εποχή εκείνη να είχε χαμηλότερο υψόμετρο, λέει ο Ντενγκ. «Πέραν τούτου, η μετανάστευση των ζώων συνδέεται και με την κλιματική αλλαγή, άρα, πριν από 31 εκατ. χρόνια, όταν αποξηράνθηκε το μογγολικό οροπέδιο, οι ρινόκεροι μετακινήθηκαν προς τα νότια. Στη συνέχεια, όταν επικράτησε υγρασία επέστρεψαν. Γι’ αυτό και η ανακάλυψη αυτή είναι πολύ σημαντική για τη μελέτη του κλίματος και του περιβάλλοντος ολόκληρου του οροπεδίου», συμπλήρωσε. Η μελέτη δημοσιεύτηκε στην επιθεώρηση Communications Biology.