«Επετεύχθησαν πολλά για την οικονομία. Θα υπάρξουν τα πρώτα σημαντικά και υπεύθυνα βήματα χαλάρωσης των περιοριστικών μέτρων ήδη από τον Μάρτιο», είπε σήμερα ο ομοσπονδιακός Υπουργός Οικονομίας της Γερμανίας Πέτερ Άλτμάιερ στα δίκτυα RTL και n-tv, υπερασπιζόμενος τις νέες αποφάσεις για την αντιμετώπιση του κορωνοϊου τις οποίες έλαβαν χτες η ομοσπονδιακή και οι κυβερνήσεις των κρατιδίων.
«Επιπλέον, είπαμε αντίο στην αμφιλεγόμενη συχνότητα των 35 κρουσμάτων ανά 100.000 το τελευταίο επταήμερο (ως προϋπόθεση για την χαλάρωση των περιοριστικών μέτρων)» συνέχισε ο ίδιος. Θυμίζουμε πως η Άνγκελα Μέρκελ ανακοίνωσε σταδιακή χαλάρωση των περιοριστικών μέτρων στη Γερμανία από τις 8 Μαρτίου.
Όπως είπε «η συχνότητα των 35 κρουσμάτων, η οποία ήταν πολύ αυστηρή και η οποία θύμωσε και αναστάτωσε πολλούς, δεν είναι πλέον απαραίτητη προϋπόθεση. Δεν αναζητούμε (πλέον) άκαμπτες εθνικές συχνότητες κρουσμάτων, αλλά εξετάζουμε την κατάσταση της (συγκεκριμένης) περιφέρειας, της περιοχής, του αστικού κέντρου».
«Αυτό δίνει στους λιανοπωλητές και τα εστιατόρια την δυνατότητα να πουλήσουν,να λειτουργήσουν ξανά σε πολλά μέρη της Γερμανίας, να ξεκινήσουν και πάλι. Δεν ευσταθεί ο όρος αλλαγή στρατηγικής, πρόκειται περισσότερο για εξέλιξη της στρατηγικής», τόνισε χριστιανοδημοκράτης (CDU) πολιτικός.
Πώς θα προχωρήσει η χαλάρωση του lockdown στη Γερμανία
«Το προτείναμε μαζί με τις επιχειρηματικές ενώσεις. Δεν έχει νόημα να αντιμετωπίζουμε (για παράδειγμα) μια μικρή πόλη όπως το Ρόστοκ, όπου τα επιδημιολογικά στοιχεία είναι καλά, με το ίδιο τρόπο όπως τις μεγάλες πόλεις οι οποίες βρίσκονται κοντά στα σύνορα και παρουσιάζουν υψηλή συχνότητα κρουσμάτων. Γι’ αυτό αναθέσαμε σε κάποιο βαθμό την ευθύνη στις περιφερειακές αρχές, στους πολίτες, στις επιχειρήσεις επί τόπου», πρόσθεσε ο υπουργός Οικονομικών.
«Εκεί, επί τόπου θα εφαρμοστούν από κοινού τα σχέδια που απαιτούνται, έτσι ώστε η χαλάρωση των μέτρων να μην οδηγήσει σε λυπηρά αποτελέσματα, αλλά να μπορέσουμε να συνεχίσουμε τις χαλαρώσεις των μέτρων. Είμαι πεπεισμένος ότι μπορούμε να πετύχουμε», τόνισε ο Άλτμάιερ.
Κριτική δέχεται η κυβέρνηση για την χαλάρωση των μέτρων
Κριτική για βιασύνη και «υπερβολική» χαλάρωση των μέτρων περιορισμού δέχεται την ίδια ώρα η κυβέρνηση στη Γερμανία, μετά την ανακοίνωση της στρατηγικής που αποφάσισε από κοινού με τα κρατίδια, σε μια επεισοδιακή τηλεδιάσκεψη διάρκειας σχεδόν δέκα ωρών. Η Καγκελάριος φέρεται μάλιστα να υπέκυψε στην πίεση εκείνων των Πρωθυπουργών, οι οποίοι ζητούσαν πιο γρήγορα βήματα επιστροφής στην «κανονικότητα».
Για αναπόφευκτο τρίτο κύμα της πανδημίας, το αργότερο στα μέσα Απριλίου, προειδοποίησε σήμερα ο εκπρόσωπος του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD) και καθηγητής μικροβιολογίας Καρλ Λάουτερμπαχ και χαρακτήρισε τα νέα μέτρα τουλάχιστον επικίνδυνα. Τα επιβεβαιωμένα κρούσματα του SARS-CoV-2 στη Γερμανία αυξήθηκαν κατά 11.912 τις προηγούμενες 24 ώρες, φθάνοντας τα 2.471.942, δείχνουν σήμερα Πέμπτη τα δεδομένα που συγκεντρώνει το Ινστιτούτο Ρόμπερτ Κοχ.
«Το πιθανότερο σενάριο είναι ότι, με αυτές τις αποφάσεις, θα πάρει μπροστά το τρίτο κύμα», έγραψε ο κ. Λάουτερμπαχ στον προσωπικό του λογαριασμό στο Twitter και, σχολιάζοντας ειδικά το άνοιγμα των καταστημάτων λιανικής πώλησης με ραντεβού, προέβλεψε ότι αρχικά θα λειτουργήσει, «αλλά το αργότερο αρχές Απριλίου ο δείκτης των νέων κρουσμάτων ανά 100.000 κατοίκους σε επτά ημέρες θα έχει ξεπεράσει το 100 και αυτό το διάλειμμα θα έχει τελειώσει».
Επιφυλακτικοί και οι γιατροί σε ΜΕΘ στη Γερμανία
Επιφυλακτικοί εμφανίζονται και οι γιατροί των Μονάδων Εντατικής Θεραπείας, οι οποίοι εκφράζουν επίσης την ανησυχία τους για ενδεχόμενο τρίτο κύμα της πανδημίας. «Θεωρώ ότι με τις αποφάσεις για άνοιγμα ο αριθμός των κρουσμάτων θα αυξηθεί σημαντικά - το ίδιο και ο αριθμός των ασθενών στις ΜΕΘ», δήλωσε στο Γερμανικό Πρακτορείο Ειδήσεων (dpa) ο Πρόεδρος της Διακλαδικής Ένωσης Επείγουσας και Εντατικής Ιατρικής Γκερνό Μαρξ.
Ο Μάρξ πρόσθεσε ότι «η ανησυχία είναι ότι θα κυλήσουμε προς το τρίτο κύμα», λόγω και των παραλλαγών του βασικού στελέχους του νέου κορωνοϊού. Τόνισε επίσης ότι οποιαδήποτε στρατηγική ανοίγματος θα έπρεπε να αποφασιστεί μόνο αφού θα είχε εμπεδωθεί η ομαλή εξέλιξη των εμβολιασμών, σε περίπου τρεις εβδομάδες.