Προβάδισμα του Σοσιαλδημοκράτη υπουργού Οικονομίας της Γερμανίας Ολαφ Σολτς έναντι όλων των Χριστιανοδημοκρατών πολιτικών που διεκδικούν το χρίσμα για τη διαδοχή της Ανγκελα Μέρκελ στην καγκελαρία καταγράφει τελευταία δημοσκόπηση.
Aν γίνονταν τώρα εκλογές και επέλεγαν απευθείας οι Γερμανοί τον επόμενο ηγέτη της χώρας τους, τότε ο υποψήφιος καγκελάριος του SPD θα είχε αρκετά καλές πιθανότητες επικράτησης, αφού σύμφωνα με τη σφυγμομέτρηση «Insa-Wahlcheck» της «Bild» έχει προβάδισμα έναντι και των τριών διεκδικητών του χρίσματος της Δεξιάς, του Φρίντριχ Μερτς, του Αρμιν Λάσετ και του Γενς Σπαν. Σε περίπτωση που έβρισκε απέναντί του τον Μερτς, ο Σολτς θα λάμβανε ποσοστό 20,6% (έναντι 13,7% του αντιπάλου του), σε μια αναμέτρηση με τον Σπαν ο Σοσιαλδημοκράτης πολιτικός θα επικρατούσε με 21, 9% (έναντι 12,3% του υπουργού Υγείας), ενώ σε μια μονομαχία με τον πρωθυπουργό της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας, ο Σολτς θα κέρδιζε με 22% τον Λάσετ (8%).
Ο μόνος από τη Δεξιά που θα κέρδιζε σε μια προσωπική αναμέτρηση τον Σολτς είναι ο Χριστιανοκοινωνιστής πρωθυπουργός της Βαυαρίας Μάρκους Σέντερ (26,4% έναντι 18,2%).
Ανεβαίνουν τα ποσοστά του SPD μετά την επιλογή του Σολτς
H ίδια δημοσκόπηση καταγράφει και άνοδο των ποσοστών του SPD μετά την επιλογή Σολτς, που ανεβαίνει από το 16% στο 18% (υψηλότερο ποσοστό από τον Φεβρουάριο του 2019), ξεπερνώντας τους Πράσινους κατά τρεις ποσοστιαίες μονάδες. Τα ποσοστά αυτά θα έδιναν τη δυνατότητα στο SPD να διεκδικήσει τον θώκο του καγκελάριου σε οποιονδήποτε ενδεχόμενο κεντροαριστερό συνασπισμό.
Η δημοτικότητα του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος και της Χριστιανοκοινωνικής Ένωσης (CDU/CSU) της Μέρκελ παραμένει σχετικά σταθερή στο 36%, σύμφωνα με τη σφυγμομέτρηση του INSA, πράγμα που σημαίνει ότι το SPD εξακολουθεί να αντιμετωπίζει έναν ανηφορικό δρόμο στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας ώστε να καταλήξει στην πρώτη θέση και να εξασφαλίσει μια σταθερή πλειοψηφία.
Στο SPD οραματίζονται συγκυβέρνηση με Πράσινους και Αριστερά
Γερμανικά ΜΜΕ σχολιάζουν ότι στην απόφαση του ηγετικού διδύμου του SPD -Βάλτερ Μπόργιανς και Σάσκια Εσκεν- για την επιλογή του Ολαφ Σολτς ως υποψηφίου για την καγκελαρία πιθανώς έπαιξαν ρόλο τα ιστορικά χαμηλά ποσοστά δημοτικότητας των Σοσιαλδημοκρατών και από την άλλη η φθοροποιός παραμονή του SPD στην κυβέρνηση του μεγάλου συνασπισμού με τη Χριστιανική Ενωση της Μέρκελ.
Φαίνεται, λοιπόν, ότι η ηγεσία των Σοσιαλδημοκρατών στέλνει με την απόφασή της το πολιτικό μήνυμα ότι ο Ολαφ Σολτς είναι σε θέση να δρομολογήσει σε ομοσπονδιακό επίπεδο νέες μετεκλογικές συνεργασίες που περιλαμβάνουν τους Πράσινους, ως παραδοσιακούς εταίρους του SPD, αλλά και το Κόμμα της Αριστεράς. Με τις συμμαχίες αυτές το SPD θα μπορούσε να παραμείνει στην εξουσία με εντελώς διαφορετικό πρόσημο σε περίπτωση που απορρίψει μια ακόμα συγκυβέρνηση με τους Γερμανούς συντηρητικούς. Την ίδια στιγμή, ο Ολαφ Σολτς θεωρείται το πρόσωπο το οποίο είναι σε θέση να πείσει τους κεντρώους ψηφοφόρους ότι μπορούν να εμπιστευθούν έναν συνασπισμό Σοσιαλδημοκρατών, Αριστεράς και Πρασίνων, αλλά και ο πολιτικός που έχει την ικανότητα να συσπειρώσει τους αριστερούς και συντηρητικούς ψηφοφόρους στο κόμμα του.
Αγεφύρωτες μοιάζουν οι διαφορές SPD και Αριστεράς
Εδώ και καιρό η ηγεσία του κόμματος Die Linke (Η Αριστερά) τάσσεται υπέρ μιας μετεκλογικής συνεργασίας με τους Σοσιαλδημοκράτες στο Βερολίνο. Η συμπρόεδρος του κόμματος, Κάτια Κίπινγκ, δεν κρύβει ωστόσο ότι ο Ολαφ Σολτς δεν ήταν οπωσδήποτε η ιδανική επιλογή. Σε πρόσφατη συνέντευξή της στον ραδιοσταθμό Deutschlandfunk υπενθύμισε ότι ο νυν υπουργός Οικονομικών ήταν γενικός γραμματέας του κόμματος επί καγκελαρίας Γκέρχαρντ Σρέντερ και στήριξε τις ριζικές μεταρρυθμίσεις (Hartz IV), με τις οποίες επλήγη ανεπανόρθωτα το γερμανικό κράτος πρόνοιας. Μια πολιτική που απέρριπτε τότε, αλλά και σήμερα, ως αρχή πολλών δεινών, η Αριστερά.
Από την άλλη πλευρά, τόσο η Κάτια Κίπινγκ όσο και ο συμπρόεδρος του κόμματος Μπερντ Ρίξινγκερ τονίζουν ότι καθοριστικό για μια συνεργασία είναι το περιεχόμενο και όχι τα πρόσωπα. Οι διαφορές Σοσιαλδημοκρατών και Αριστεράς μοιάζουν σε πολλά σημεία αγεφύρωτες, κυρίως όσον αφορά την εξωτερική πολιτική και την πολιτική ασφαλείας. Ετσι, για παράδειγμα, η Αριστερά τάσσεται υπέρ της αποχώρησης της Γερμανίας από “στρατιωτικές δομές” και ζητά τη διάλυση του ΝΑΤΟ. Εκτός αυτού τάσσεται κατά της εμπλοκής της Γερμανίας σε πολέμους και απορρίπτει τη συμμετοχή Γερμανών στρατιωτών σε διάφορες αποστολές ανά τον κόσμο.
Προς το παρόν, μια πιθανή συμμαχία Σοσιαλδημοκρατών-Αριστεράς-Πρασίνων δεν διασφαλίζει πλειοψηφία, αν λάβουμε υπόψη πρόσφατες δημοσκοπήσεις. Το δεδομένο αυτό ενδέχεται ωστόσο να αλλάξει. Διότι ουδείς γνωρίζει ποιον υποψήφιο για την καγκελαρία θα επιλέξουν οι γερμανοί συντηρητικοί μετά την προαναγγελθείσα αποχώρηση της καγκελαρίου Μέρκελ από την ενεργό πολιτική. Ούτως ή άλλως ο προεκλογικός αγώνας για τις επόμενες εκλογές που θα γίνουν το φθινόπωρο του 2021 δεν έχει καν ξεκινήσει. Τόσο οι Σοσιαλδημοκράτες, όσο και οι Πράσινοι ευελπιστούν ότι θα αντλήσουν ψήφους μεταξύ των “προοδευτικών” ψηφοφόρων της Μέρκελ έτσι ώστε να κόψουν δεύτεροι το νήμα στις επόμενες παγγερμανικές εκλογές.
Τι θέλουν οι Πράσινοι;
Στο τέλος ίσως είναι οι Πράσινοι εκείνοι που θα πρέπει να αποφασίσουν αν θέλουν να συγκυβερνήσουν με τους συντηρητικούς ή αν θα τολμήσουν τη συνεργασία με Σοσιαλδημοκράτες και Αριστερούς. Προς το παρόν οι Πράσινοι αφήνουν ανοιχτές όλες τις πιθανές επιλογές και προσπαθούν να προσεγγίσουν όχι μόνο κεντρώους αλλά και συντηρητικούς ψηφοφόρους. Γεγονός πάντως είναι ότι από απόψεως πολιτικών θέσεων οι Πράσινοι βρίσκονται πιο κοντά στους Σοσιαλδημοκράτες από ό,τι στους συντηρητικούς.
Ας μη ξεχνάμε ωστόσο ότι σε δύο ομόσπονδα κρατίδια τη Βάδη-Βυρτεμβέργη και την Έσση συγκυβερνούν ήδη Πράσινοι με τους Χριστιανοδημοκράτες. Και ότι στα κρατίδια του Βερολίνου, του Βρανδεμβούργου και της Θουριγγίας συνυπάρχουν στην κυβέρνηση Σοσιαλδημοκράτες και Αριστερά. Καθοριστικό ρόλο διαδραματίζουν εδώ οι ψηφοφόροι των Πρασίνων, οι οποίοι δεν αποκλείεται να αναδείξουν το πρώην κόμμα διαμαρτυρίας δεύτερο κόμμα στις επόμενες εκλογές. Ισως ο Ολαφ Σολτς να είναι το πρόσωπο, το οποίο εν τέλει να πείσει τους “δύσκολους” ψηφοφόρους των Πρασίνων ότι έχει νόημα μια νέα, δεύτερη μετεκλογική συνεργασία με το SPD σε παγγερμανικό επίπεδο.