Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση της Γερμανίας άσκησε βέτο στο ενδεχόμενο εταιρία κινεζικών συμφερόντων να επενδύσει σε γερμανικές επιχειρήσεις, οι οποίες θεωρήθηκαν κρίσιμης σημασίας για την εσωτερική ασφάλεια της χώρας.
Το Βερολίνο εμπόδισε χθες, Τετάρτη, την σουηδική θυγατρική του κινεζικού ομίλου SAI Microelectronics να εξαγοράσει την Elmos, εταιρία κατασκευής μικροτσίπ στο Ντόρτμουντ, και να επενδύσει στην ERS Electronic της Βαυαρίας.
«Πρέπει να εξετάζουμε προσεκτικά πιθανές εξαγορές εταιριών, ειδικά όταν πρόκειται για σημαντικές υποδομές ή όταν υπάρχει ο κίνδυνος η τεχνολογία μας να καταλήξει σε χώρες εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης - ειδικά στον τομέα των ημιαγωγών, είναι σημαντικό να προστατεύσουμε την τεχνολογική και οικονομική κυριαρχία της Γερμανίας και της Ευρώπης», δήλωσε ο υπουργός Οικονομίας Ρόμπερτ Χάμπεκ, τονίζοντας παράλληλα ότι η Γερμανία είναι και θα παραμείνει ένας ανοιχτός τόπος επενδύσεων. «Αλλά δεν είμαστε και αφελείς», είπε χαρακτηριστικά.
«Δε γνωρίζει» για τις εν λόγω επενδύσεις η Κίνα
Ο υπουργός Οικονομίας σημείωσε ακόμη ότι η Κίνα επιχειρεί μια «συνειδητή στρατηγική προσέγγιση προκειμένου να αποκτήσει επιρροή τόσο σε τεχνολογικές ανακαλύψεις όσο και σε έλεγχο παραγωγής, ειδικά στον κλάδο των ημιαγωγών».
Από την πλευρά του Πεκίνου, ο εκπρόσωπος του υπουργείου Εξωτερικών Ζιάο Λιτζιάν δήλωσε άγνοια για τις συγκεκριμένες επενδύσεις, αλλά επισήμανε ότι η Κίνα ενθαρρύνει τις εταιρίες της να προχωρούν σε αμοιβαία συμφέρουσες επενδυτικές συνεργασίες στο εξωτερικό. «Όλες οι χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας, πρέπει να εξασφαλίζουν δίκαιο, ανοιχτό και χωρίς διακρίσεις περιβάλλον επενδύσεων για την κανονική λειτουργία κινεζικών επιχειρήσεων και να απέχουν από την πολιτικοποίηση φυσιολογικών οικονομικών και εμπορικών συνεργασιών - για να μην αναφερθούμε και στον προστατευτισμό, με τη δικαιολογία της εθνικής ασφάλειας», δήλωσε ο εκπρόσωπος.
Πριν από λίγες ημέρες ο καγκελάριος Όλαφ Σολτς ενέκρινε πάντως την πώληση του 24,9% του εμπορευματικού σταθμού του λιμανιού του Αμβούργου στην κρατική ναυτιλιακή εταιρία της Κίνας, Cosco, προκαλώντας την έντονη αντίδραση τόσο του υπουργείου Οικονομίας όσο και του υπουργείου Εξωτερικών.