Έπειτα από επίπονες διαπραγματεύσεις, και επανειλημμένες αναβολές, στο Συμβούλιο Ασφαλείας αναμένεται σήμερα η διεξαγωγή επί σχεδίου απόφασης προορισμένου να βελτιώσει την κατάσταση ως προς την παράδοση ανθρωπιστικής βοήθειας στη Λωρίδα της Γάζας, κειμένου που έχει πλέον τροποποιηθεί σε βαθμό που εξασφάλισε την έγκριση των ΗΠΑ, που δεν ήθελαν να περιλαμβάνει έντονη παρότρυνση να σταματήσουν οι στρατιωτικές επιχειρήσεις του Ισραήλ.
Διπλωματικές πηγές ανέφεραν πως προγραμματίζεται σήμερα να γίνει ψηφοφορία για το νέο κείμενο, που πλέον έχει πολύ διαφορετικό τόνο από εκείνο που διένειμαν αρχικά τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα την Κυριακή.
Το νέο σχέδιο της απόφασης για τη Γάζα
Το νέο σχέδιο απόφασης, που περιήλθε σε γνώση του Γαλλικού Πρακτορείου, καλεί να ληφθούν «επείγοντα μέτρα» προκειμένου «να επιτραπεί άμεσα ασφαλής και ανεμπόδιστη πρόσβαση» στην ανθρωπιστική βοήθεια στη Λωρίδα της Γάζας και «να δημιουργηθούν οι συνθήκες για διαρκή διακοπή των εχθροπραξιών».
Η φράση που ανέφερε πως το ΣΑ ζητεί «επείγουσα και διαρκής παύση των εχθροπραξιών» διαγράφτηκε, όπως και η λιγότερο πιεστική φράση περί «επείγουσας αναστολής των εχθροπραξιών» σε επόμενη εκδοχή του.
«Αν η απόφαση παρουσιαστεί ως έχει, μπορούμε να την υποστηρίξουμε», είπε χθες βράδυ η αμερικανίδα πρεσβεύτρια στα Ηνωμένα Έθνη Λίντα Τόμας-Γκρίνφιλντ, κρίνοντας πως το κείμενο δεν «αποδυναμώθηκε» και εκτιμώντας πως θα υποστηριχθεί από τις αραβικές χώρες.
Μένει να φανεί αν τα άλλα κράτη μέλη του ΣΑ, ιδίως η Ρωσία, που δεν σταμάτησε να καλεί να συμπεριληφθεί η φράση που αναφέρεται σε «κατάπαυση του πυρός» , είναι έτοιμα να «καταπιούν» το κείμενο αυτό, που είναι «εξασθενημένο» σε βαθμό που «βλάπτει την αξιοπιστία» του Συμβουλίου Ασφαλείας, σχολίασε ο Ρίτσαρντ Γκόουαν του ινστιτούτου μελετών International Crisis Group.
Την ώρα που η καταστροφική ανθρωπιστική κατάσταση στη Λωρίδα της Γάζας δεν παύει να επιδεινώνεται εν μέσω του σφυροκοπήματος του ισραηλινού στρατού από την 7η Οκτωβρίου, μετά την πολυαίμακτη άνευ προηγουμένου επίθεση της Χαμάς στο νότιο Ισραήλ, το Συμβούλιο Ασφαλείας δέχεται έντονες επικρίσεις για την απραξία του.
Καμιά αναφορά στη Χαμάς
Αφότου ξέσπασε ο πόλεμος, το ΣΑ δεν έσπασε τη σιωπή του παρά μια φορά, με την απόφαση της 15ης Νοεμβρίου που καλούσε απλά να υπάρξουν «ανθρωπιστικές παύσεις». Σε δυο μήνες, απορρίφθηκαν άλλα πέντε σχέδια απόφασης, τα δύο εξαιτίας των αμερικανικών βέτο, πιο πρόσφατα την 8η Δεκεμβρίου.
Οι ΗΠΑ εμπόδισαν τότε την υιοθέτηση από το ΣΑ απόφασης που καλούσε να κηρυχθεί «άμεση ανθρωπιστική κατάπαυση του πυρός» στη Λωρίδα της Γάζας, παρά την άνευ προηγουμένου πίεση από τον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτέρες. Το Ισραήλ χαρακτήριζε απαράδεκτο το κείμενο.
Καθώς τα περισσότερα κράτη μέλη έμοιαζαν να θέλουν να αποφύγουν τι να ασκηθεί νέο βέτο, οι διαπραγματεύσεις επικεντρώθηκαν στο αίτημα να δημιουργηθεί μηχανισμός επιτήρησης της διανομής βοήθειας, υπό την «αποκλειστική» ευθύνη του ΟΗΕ, ώστε να είναι εγγυημένη η «ανθρωπιστική» φύση των παραδόσεων.
Το Ισραήλ —που θέλει να συνεχίσει τους ελέγχους στις οχηματοπομπές με την ανθρωπιστική βοήθεια— εναντιώθηκε στον μηχανισμό αυτό κι η αναφορά στον «αποκλειστικό» έλεγχο του ΟΗΕ είχε διαγραφτεί από την τελευταία εκδοχή του σχεδίου που συμβουλεύτηκε το AFP.
Άλλο αγκάθι: για ακόμη μια φορά, απουσιάζει η καταδίκη της Χαμάς, ακόμη και ονομαστική αναφορά στο παλαιστινιακό ισλαμιστικό κίνημα, κάτι που προκαλεί οργή στο Ισραήλ και στις ΗΠΑ.
Η πολιτικοστρατιωτική ηγεσία του Ισραήλ ορκίστηκε να «εξαλείψει» τη Χαμάς μετά την επίθεση η οποία στοίχισε τη ζωή σε 1.140 ανθρώπους, στην πλειονότητά τους άμαχους, σύμφωνα με καταμέτρηση του Γαλλικού Πρακτορείου βασισμένη σε επίσημους διαθέσιμους αριθμούς των ισραηλινών αρχών. Άλλοι περίπου 250 άνθρωποι απήχθησαν και οδηγήθηκαν στη Λωρίδα της Γάζας, από τους οποίους πάνω από εκατό αφέθηκαν ελεύθεροι στα τέλη Νοεμβρίου. Όμηροι παραμένουν ακόμη 129, πάντα κατά τις ισραηλινές αρχές.
Κατά το υπουργείο Υγείας της Χαμάς, στις ισραηλινές στρατιωτικές επιχειρήσεις έκτοτε έχουν σκοτωθεί 20.057 άνθρωποι στον παλαιστινιακό θύλακο, συμπεριλαμβανομένων τουλάχιστον 8.000 παιδιών και 6.200 γυναικών.
ΑΠΕ-ΜΠΕ