Ενδεικτική της διάστασης απόψεων μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας είναι η αναβολή της συνεδρίασης του συμβουλίου υπουργών των δύο χωρών.
Λόγω της αναβολής, η συνεδρίαση γαλλογερμανικού Συμβουλίου Υπουργών, που είχε προγραμματιστεί για τις 26 Οκτωβρίου στο Φοντενεμπλό της Γαλλίας, πηγαίνει -κατά πάσα πιθανότητα- για τον Ιανουάριο. Την εξέλιξη αυτή επιβεβαίωσαν την Τετάρτη (19/10) διπλωματικές πηγές στο Παρίσι.
Οι πηγές αυτές άφηναν σαφώς να εννοηθεί πως η αναβολή οφείλεται σε σειρά διαφωνιών της Γαλλίας και της Γερμανίας αναφορικά με την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης, αλλά και τα ζητήματα της ευρωπαϊκής άμυνας.
Τα γαλλογερμανικά Συμβούλια Υπουργών συνέρχονται μία ή δύο φορές το χρόνο, εναλλάξ στη Γαλλία και τη Γερμανία.
Τα «αγκάθια» μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας
Το Παρίσι καταλογίζει στο Βερολίνο πως -μεταξύ άλλων- δεν το ενημέρωσε για το τελευταίο του σχέδιο, ύψους 200 δισ. ευρώ, για τη στήριξη των γερμανικών επιχειρήσεων και των νοικοκυριών.
Η γαλλική πλευρά θεωρεί πως με το σχέδιο αυτό οι γερμανικές εταιρείες κατά βάση επιδοτούνται και παραβιάζουν έτσι τους ευρωπαϊκούς κανόνες για τον ελεύθερο οικονομικό ανταγωνισμό.
Από την άλλη, το Βερολίνο ζητεί την επανεκκίνηση του έργου κατασκευής ενός αγωγού φυσικού αερίου που θα συνδέει την Ισπανία με τη Γερμανία, κάτι που η Γαλλία δεν επιθυμεί.
Ως προς τον τομέα της άμυνας, σύμφωνα με δημοσιεύματα του γερμανικού Τύπου και όπως μεταφέρει το ΑΠΕ-ΜΠΕ, το Παρίσι καταλογίζει, μεταξύ άλλων, στο Βερολίνο ότι προωθεί μονομερώς ένα έργο αντιπυραυλικής ασπίδας, στο οποίο θα ενταχθούν 14 ευρωπαϊκές χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Βρετανίας.
Ωστόσο, τα ζητήματα αυτά αναμένεται να συζητηθούν είτε κατά τη διάρκεια συνάντησης που θα έχουν την Πέμπτη (20/10) στις Βρυξέλλες ο Γάλλος πρόεδρος με τον Γερμανό καγκελάριο, είτε την ερχόμενη εβδομάδα, που ο Σολτς ενδέχεται να επισκεφθεί το Παρίσι.
Ο Γάλλος πρόεδρος, Εμανουέλ Μακρόν, αναμένεται πάντως την Πέμπτη 20 Οκτωβρίου να συναντηθεί στις Βρυξέλλες με τους πρωθυπουργούς της Ισπανίας και της Πορτογαλίας. Οι δύο χώρες της Ιβηρικής έχουν ήδη δημιουργήσει έναν μηχανισμό ελέγχου των τιμών της ενέργειας, ο οποίος, κατά την άποψη του Παρισιού, θα πρέπει να δημιουργηθεί σε πανευρωπαϊκό επίπεδο.