Ο Βολοντίμιρ Ζελένσκι δήλωσε ότι εάν η Ευρώπη «σοβαρολογεί» για την παροχή αποτελεσματικού αποτρεπτικού μηχανισμού, θα χρειαστούν μίνιμουμ 200.000 στρατιώτες.
Το Κίεβο έχει κάνει λόγο για ανάγκη 50.000 στρατιωτών, που θα λειτουργούν ως δύναμη ασφαλείας σε όλη τη γραμμή του μετώπου, μήκους 1.000 χιλιομέτρων. Ένα νούμερο που αναφέρουν πως είναι «εφικτό», αλλά ιδανικά θα ήθελαν 200.000 ενόπλους, όπως είπε ο Ουκρανός πρόεδρος από το Νταβός.
Το νούμερο των 50.000 συζητήθηκε μεταξύ του Κιέβου και των δυτικών εταίρων του, σύμφωνα με τους Financial Times.
Οι αναφορές αυτές προκάλεσαν την εντονότατη αντίδραση της Μόσχας, που προειδοποίησε με ανεξέλεγκτη κλιμάκωση της σύγκρουσης στο ενδεχόμενο παρουσίας ενός τόσο μεγάλου στρατού από την Ευρώπη.
Η Ευρώπη «συμμετέχει» στον πόλεμο με την παροχή βοήθειας στην Ουκρανία, χωρίς να έχει υπάρξει μαζική ανάπτυξη δυτικών χερσαίων δυνάμεων, σε αντίθεση με τη Ρωσία που έχει χρησιμοποιήσει Βορειοκορεάτες στρατιώτες. «Αυτό μπορεί να αλλάξει», σχολιάζουν ωστόσο οι Financial Times.
Το δημοσίευμα αναφέρει πως η επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο αναζωπύρωσε το ενδιαφέρον για την ιδέα, που πρωτοεμφανίστηκε πριν από ένα χρόνο από τον Γάλλο πρόεδρο, Εμανουέλ Μακρόν. Εκείνη την εποχή αποκλείστηκε ως ανέφικτη και πολύ επικίνδυνη. Αλλά, έκτοτε, ο στρατός της Ουκρανίας δυσκολεύεται. Η προοπτική ένταξης στο ΝΑΤΟ έχει μειωθεί και ο Τραμπ, επιδιώκοντας να απεμπλακεί από τα ευρωπαϊκά ζητήματα ασφάλειας, τόνισε ότι επιθυμεί μια κατάπαυση του πυρός «το συντομότερο δυνατό».
Από την πλευρά του, το Κίεβο άφησε να εννοηθεί ότι είναι έτοιμο για συμφωνία, εφόσον οι σύμμαχοί του παρέχουν ισχυρές εγγυήσεις ασφαλείας.
FT: Δεν έχει τύχη η επιθυμία Ζελένσκι
Ο Ζελένσκι δήλωσε ότι εάν η Ευρώπη σοβαρολογεί για την παροχή αποτελεσματικού αποτρεπτικού μηχανισμού, θα χρειαστούν μίνιμουμ 200.000 στρατιώτες.
Είναι ωστόσο ρεαλιστικό το νούμερο που ζητάει ο Ζελένσκι; «Όχι, καθόλου» αναφέρουν οι «Financial Times».
«Μιλάμε για πολύ περισσότερες δυνάμεις από τον αριθμό των στρατευμάτων που συμμετείχαν στην απόβαση στη Νορμανδία στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Η Βρετανία, η Γαλλία και η Ολλανδία ενδέχεται να ηγηθούν του σχηματισμού στρατιωτικού τμήματος, τα κράτη της Βαλτικής συμφωνούν, ενώ η Γερμανία και η Πολωνία είναι αντίθετες στην αποστολή των στρατευμάτων τους.
Ο Φρίντριχ Μερτς, ο ηγέτης των Γερμανών Χριστιανοδημοκρατών που είναι πιθανό να γίνει καγκελάριος στις 23 Φεβρουαρίου, έχει εκφράσει την υποστήριξή του στην Ουκρανία, αλλά δεν έχει υποστηρίξει ρητά την ιδέα της ανάπτυξης στρατευμάτων».
Το δημοσίευμα τονίζει πως το «δυτικό στρατιωτικό προσωπικό δεν θα βρίσκεται στην πρώτη γραμμή, ούτε θα συμμετέχει σε πολεμικές επιχειρήσεις». «Το καθήκον του θα είναι να δημιουργήσει μια αποτρεπτική δύναμη, που ταυτόχρονα θα απελευθερώσει τις ουκρανικές ένοπλες δυνάμεις και τους πόρους τους», επισημαίνει.
Ο κύριος στόχος μιας τέτοιας αποστολής θα είναι να επιδείξει «την ευρωπαϊκή δέσμευση για υποστήριξη της Ουκρανίας, ενίσχυση της περιφερειακής ασφάλειας και αποτροπή πιθανής ρωσικής επιθετικότητας, στέλνοντας ένα σαφές μήνυμα στη Μόσχα για τη σοβαρότητα των προθέσεων της Δύσης».
Σχολιάζοντας, οι «FT» λένε πως δεν υπάρχει πιθανότητα να υλοποιηθεί η επιθυμία του Βολοντίμιρ Ζελένσκι.
«Η Ρωσία μπορεί να μη συμφωνήσει ποτέ σε όλα αυτά. Η Μόσχα μπορεί επίσης να παραβιάσει οποιαδήποτε συμφωνία υπογράψει, όπως έκανε όταν εισέβαλε στην Ουκρανία το 2022, κατά παράβαση των συμφωνιών του Μινσκ που υπέγραψε μετά την προσάρτηση της Κριμαίας, το 2014 και το 2015.
»Οι Ευρωπαίοι σύμμαχοι λένε συχνά ότι ο απώτερος στόχος τους είναι να οικοδομήσουν μια ''ισχυρότερη Ουκρανία'', η οποία, σύμφωνα με έναν δυτικό αξιωματούχο, θα είναι ''σε θέση να συνεχίσει να προκαλεί βαρύ κόστος στη Ρωσία, να σταματήσει την πρόοδο των ρωσικών στρατευμάτων και (...) να δύναται να διατηρήσει κάτι τέτοιο για όσο διάστημα είναι απαραίτητο από άποψης υλικού, ανθρώπινου δυναμικού και οικονομικών''».
Η Ευρώπη, προσθέτει το δημοσίευμα, απορρίπτει την αποστολή στρατευμάτων σε έναν «θερμό πόλεμο», υπό τον φόβο της κλιμάκωσης της σύγκρουσης με τη Ρωσία. Ακόμα κι αν οι Ευρωπαίοι ηγέτες αποφασίσουν να στείλουν στρατεύματα, τα κοινοβούλια και οι ψηφοφόροι τους μπορεί να διαφωνήσουν. Επίσης, δεν φαίνεται πιθανό το ενδεχόμενο οι ΗΠΑ να παράσχουν την υλικοτεχνική υποστήριξη που θα χρειαζόταν η επιχείρηση.