Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία συνεχίζει να προκαλεί διεθνείς αναταράξεις και εντάσεις, με το ενδιαφέρον να στρέφεται και στα αιτήματα ένταξης της Φινλανδίας και της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ.
Πώς μπορεί μία χώρα να γίνει μέλος του ΝΑΤΟ
Το ΝΑΤΟ, ο οργανισμός Βορειοατλαντικού Συμφώνου, είναι γνωστός ως η στρατιωτική αμυντική συμμαχία χωρών της Δύσης που έχει σκοπό την ανάπτυξη της συνεργασίας μεταξύ των χωρών-μελών σε στρατιωτικούς, πολιτικούς, οικονομικούς τομείς, με βασικό σκοπό την αποτροπή της ένοπλης επίθεσης εναντίον κάποιας χώρας-μέλους από άλλες.
Η Βορειοατλαντική Συμμαχία ιδρύθηκε στην Ουάσιγκτον το 1949, απαριθμώντας στην αρχή 12 μέλη, τα οποία πλέον είναι 30. Τελευταία προσχώρηση ήταν αυτή της Βόρειας Μακεδονίας, το 2020.
Από χθες, Φινλανδία και Σουηδία είναι οι δύο χώρες που κατέθεσαν επίσημο αίτημα ένταξης. Ωστόσο, η ένταξη χωρών στη Βορειοατλαντική Συμμαχία δεν είναι τόσο απλή διαδικασία.
Ενα από τα βασικά ζητήματα είναι η αποδοχή του άρθρου 5 της Συνθήκης της Ουάσιγκτον, του ιδρυτικού εγγράφου του ΝΑΤΟ, το οποίο ορίζει την υπόσχεση αμοιβαίας αμυντικής συνδρομής:
«Τα μέρη συμφωνούν ότι μια ένοπλη επίθεση εναντίον ενός ή περισσοτέρων από αυτά στην Ευρώπη ή τη Βόρεια Αμερική θα θεωρείται επίθεση εναντίον όλων».
Αυτό συχνά εκλαμβάνεται ως εγγύηση για τη στρατιωτική υπεράσπιση ενός συμμάχου που δέχεται επίθεση. Στην πραγματικότητα, ένα μέλος δεσμεύεται μόνο να «συνδράμει» και να λάβει «τα μέτρα που κρίνει αναγκαία» για την αποκατάσταση ή τη διατήρηση της ασφάλειας. Αυτό ενδέχεται να περιλαμβάνει και στρατιωτική συνδρομή.
Οπως γράφει ο Economist, το ΝΑΤΟ δεν λειτουργεί όπως η ΕΕ, δηλαδή με ένα τεράστιο νομοθετικό πλαίσιο που τα νέα μέλη θα πρέπει να υιοθετήσουν.
Το άρθρο 10 της συνθήκης της Ουάσιγκτον ορίζει ότι οι σύμμαχοι μπορούν ομόφωνα να προσκαλέσουν «οποιοδήποτε άλλο κράτος είναι σε θέση να προωθήσει τις αρχές της παρούσας συνθήκης και να συμβάλει στην ασφάλεια της Συμμαχίας». Δεν υπάρχει ο όρος «ευρωπαϊκό», ούτε γίνεται αναφορά ποια θα έπρεπε να είναι η συμβολή των μελών. Η συμμετοχή είναι επομένως σε μεγάλο βαθμό θέμα πολιτικής, διακριτικής ευχέρειας του μεγαλύτερου συνεισφέροντος στη συμμαχία και του απόλυτου εγγυητή της, που επεκτείνει την πυρηνική αποτροπή της σε όλο το ΝΑΤΟ.
Πώς θα μπορούσαν η Φινλανδία και η Σουηδία να ενταχθούν στο ΝΑΤΟ
Φινλανδία και Σουηδία ήταν ουδέτερες για πολλά χρόνια, αλλά η δημόσια υποστήριξη για την ένταξη στο ΝΑΤΟ έχει αυξηθεί μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία.
Και οι δύο χώρες πληρούν ήδη πολλά από τα κριτήρια ένταξης, τα οποία περιλαμβάνουν την ύπαρξη ενός λειτουργικού δημοκρατικού πολιτικού συστήματος βασισμένου στην οικονομία της αγοράς, τη δίκαιη μεταχείριση των μειονοτικών πληθυσμών, τη δέσμευση για ειρηνική επίλυση των συγκρούσεων, την ικανότητα και την προθυμία για στρατιωτική συνεισφορά στις επιχειρήσεις του ΝΑΤΟ και τη δέσμευση για δημοκρατικές σχέσεις και θεσμούς μεταξύ πολιτών και στρατιωτικών.
Τόσο η Φινλανδία -η οποία έχει σύνορα 1.340 χιλιομέτρων με τη Ρωσία- όσο και η Σουηδία διαθέτουν εξαιρετικά ικανούς στρατούς.
Τα μέλη του ΝΑΤΟ συμφωνούν να δαπανούν το 2% του ΑΕΠ τους για την άμυνα. Η Φινλανδία πληροί αυτόν τον στόχο και η Σουηδία θα το πράξει «το συντομότερο δυνατό».
Τα παζάρια της Τουρκίας για να μη θέσει βέτο
Για την ώρα, η δυσκολία για την ένταξη Φινλανδίας και Σουηδίας στο ΝΑΤΟ είναι η Τουρκία, η οποία επιδίδεται σε ένα παζάρι τόσο με τις δύο χώρες όσο και με τις ΗΠΑ, για να δώσει τη συγκατάθεσή της. Παράλληλα με αυτήν τη στάση, ο Ταγίπ Ερντογάν «κλείνει το μάτι» στον Βλαντίμιρ Πούτιν.
Χθες ο Ιμπραχίμ Καλίν, ο σύμβουλος εξωτερικής πολιτικής του Ερντογάν, είχε τηλεφωνική επικοινωνία με τον σύμβουλο της γερμανικής καγκελαρίας Γενς Πλέτνερ, τον υφυπουργό Εξωτερικών της Σουηδίας Ρόμπερτ Ρίντμπεργκ, τον σύμβουλο του Φινλανδού προέδρου Πέτρι Χακαράινεν, τον σύμβουλο εθνικής ασφάλειας της Βρετανίας Στίβεν Λάβγκροουβ και τον σύμβουλο εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ Τζέικ Σάλιβαν, προκειμένου να συζητήσει την προτεινόμενη διεύρυνση του ΝΑΤΟ.
«Υπογραμμίστηκε ότι αν δεν εκπληρωθούν οι προσδοκίες της Τουρκίας, η πρόοδος της διαδικασίας δεν θα είναι δυνατή» αναφέρεται στην ανακοίνωση που εκδόθηκε από το γραφείο του Ερντογάν.
Σύμφωνα με το πρακτορείο Anadolu, στις επαφές που είχε ο Καλίν συζητήθηκαν επίσης τα βήματα που θα μπορούσαν να γίνουν για να τερματιστεί ο πόλεμος στην Ουκρανία με διπλωματικά μέσα και διαπραγματεύσεις και για να αντιμετωπιστεί ο κίνδυνος επισιτιστικής ανασφάλειας.
Παράλληλα, ο υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας Μεβλούτ Τσαβούσογλου, ο οποίος είδε χθες τον ομόλογό του Άντονι Μπλίνκεν στις ΗΠΑ, ζήτησε επισήμως «να αρθούν οι κυρώσεις CAATSA (εξαιτίας της προμήθειας ρωσικών οπλικών συστημάτων), αλλά και η Τουρκία να γίνει εκ νέου δεκτή στο πρόγραμμα ανάπτυξης μαχητικών αεροσκαφών πέμπτης γενιάς stealth -F35- και να εκσυγχρονίσει ταχέως το γηρασμένο στόλο των αεροσκαφών F16», όπως ανέφερε το πρακτορείο Bloomberg.