Έστω και πιο δύσκολα απ' ότι αναμενόταν, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν κέρδισε τον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών στην Τουρκία και θα παραμείνει στην Προεδρία της γειτονικής μας χώρας για ακόμη πέντε χρόνια.
Εάν ο Αλλάχ του δώσει υγεία και δύναμη να ολοκληρώσει τη θητεία του, το 2028 θα είναι 74 ετών και θα έχει συμπληρώσει 26 χρόνια στην ηγεσία της Τουρκίας. Ένα αδιανόητο διάστημα για εμάς στη Δύση, αλλά αρκετά ταιριαστό για ένα αυταρχικό κράτος της Ασίας.
Αδιανόητο επίσης μπορεί να φαίνεται το πως η πλειοψηφία των Τούρκων πολιτών επιλέγει για Προέδρό του έναν άνθρωπο που ευθύνεται στο μέγιστο βαθμό για τον ολισθηρό κατήφορο της τουρκικής οικονομίας και σε μεγάλο βαθμό για τα δεκάδες χιλιάδες θύματα των σεισμών που έχασαν τη ζωή τους από τις σαθρές κατασκευές των διαπλεκόμενων εργολάβων του καθεστώτος. Λιγότερο ίσως δυσνόητη είναι η επιλογή του 52,1% των Τούρκων ψηφοφόρων να επιβραβεύσουν έναν πολιτικό που έχει επιβάλει στη χώρα ένα καθεστώς ανελευθερίας και αυταρχισμού.
Πέρα όμως από το τι θεωρούμε εμείς στη Δύση ως κατανοητό ή λιγότερο κατανοητό, υπάρχει η πραγματικότητα της σύγχρονης Τουρκίας, η οποία είναι μια ακραία διχασμένη χώρα, όπου η μειοψηφία των πολιτών επιθυμεί μια σύγχρονη, δυτικού τύπου κοσμική δημοκρατία, ενώ η πλειοψηφία είναι βυθισμένη σε έναν αδιέξοδο ισλαμιστικό εθνικισμό, ντυμένο με αυτοκρατορικές ψευδαισθήσεις. Η εικόνα αυτή θα είναι ιδιαίτερα έντονη σήμερα, όταν ο νεοσουλτάνος Ταγίπ θα επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη για να γιορτάσει τα επινίκια μέσα στην Αγιά-Σοφιά, συνδυάζοντας την εθνικο-ισλαμιστική φιέστα με την επέτειο της Άλωσης. Ήδη οι οπαδοί του συνέρρευσαν το βράδυ της Κυριακής στο μνημείο του παγκόσμιου πολιτισμού, το οποίο ο Ερντογάν κομπάζοντας μετέτρεψε σε τέμενος, και βροντοφώναζαν μαινόμενοι την τουρκική εκδοχή του γνωστού τζιχαντιστικού συνθήματος “Αλλάχου άκμπαρ”.
Στην άλλη πλευρά όμως του Αιγαίου έχουμε μάθει πλέον καλά την προσωπικότητα του Τούρκου ηγέτη που έχουμε απέναντί μας. Μάθαμε με σκληρό τρόπο ότι ο διαλλακτικός και συμβιβαστικός πολιτικός που ανέλαβε τη διακυβέρνηση της Τουρκίας το 2002 έχει μετεξελιχθεί σε έναν κυνικά αυταρχικό ηγέτη, που είναι εγκλωβισμένος στο δόγμα του ακραίου εθνικολαϊκισμού. Ο Ρετσέπ Ταγίπ Ερντογάν δεν μπορεί πλέον να αιφνιδιάσει την Ελλάδα, καθώς οι προκλήσεις του από τον Μάρτιο του 2020 μέχρι και τον περασμένο Φεβρουάριο έχουν αφυπνήσει όλα τα ελληνικά αντανακλαστικά. Παρότι για αρκετά χρόνια η πολιτική και ακαδημαϊκή ηγεσία στη χώρα δεν είχε κατανοήσει την αναθεωρητική και εθνικολαϊκιστική μεταστροφή του Ερντογάν, τα γεγονότα των τελευταίων τριών ετών έπεισαν και τους πλέον αφελείς ή καλόπιστους.
Στη νέα του θητεία όμως ο Τούρκος Πρόεδρος δεν θα έχει την ισχύ που είχε τα προηγούμενα χρόνια. Οι απαιτήσεις της οικονομικής ανασυγκρότησης της Τουρκίας δημιουργούν ένα δεσμευτικό πλέγμα για τον Ερντογάν, και τα πετροδολάρια των χωρών του Κόλπου δεν αρκούν πλέον για να ανακοπεί ο κατήφορος της τουρκικής οικονομίας. Ο Τούρκος ηγέτης έχει απόλυτη ανάγκη τη Δύση και δεν έχει ιδιαίτερα μεγάλα περιθώρια για διεθνοπολιτικές ή στρατιωτικές περιπέτειες. Ακόμη και αν καταφέρει να αποφύγει την προσφυγή στο τρισκατάρατο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, η Τουρκία χρειάζεται ένα σκληρό πρόγραμμα οικονομικής και νομισματικής προσαρμογής για να υπάρξει η απολύτως αναγκαία προσγείωση στην οικονομική πραγματικότητα.
Χωρίς να μπορεί κανείς να προβλέψει με ακρίβεια τις κινήσεις ενός εντελώς ιδιοσυγκρατικού ηγέτη, ο συνδυασμός της σκληρής οικονομικής πραγματικότητας μαζί με το θετικό κλίμα που επικρατεί στις ελληνοτουρκικές σχέσεις μετά τους σεισμούς του Φεβρουαρίου, δημιουργούν ένα δυνητικό πλαίσιο για έναν ουσιαστικό διάλογο ανάμεσα στην Αθήνα και την Άγκυρα. Η Ελλάδα μπορεί να προσέλθει σε αυτόν το διάλογο με την αυτοπεποίθηση της θέσης της στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τους δυτικούς θεσμούς, της σημαντικής ενίσχυσης των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων και των ισχυρών συμμαχιών που χτίστηκαν τα προηγούμενα χρόνια.
Οι εκλογές στην Τουρκία δεν ήταν ούτε ελεύθερες ούτε δίκαιες. Το καθεστώς που έχει εγκαθιδρύσει ο Ερντογάν εξάντλησε κάθε αθέμιτο μέσο και τρόπο για να επικρατήσει. Παρόλα αυτά, η Ελλάδα και η Δύση γενικότερα είμαστε αναγκασμένοι να συνδιαλεχθούμε με τον Ερντογάν. Δεν θα μάθουμε ποτέ αν με Πρόεδρο τον Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου η Τουρκία θα αποκαθιστούσε το κράτος δικαίου και τις σχέσεις της με τη Δύση και αν ο τουρκικός λαός έχασε την ευκαιρία για ένα καλύτερο και πιο δημοκρατικό μέλλον. Με τα αν όμως δεν γράφεται η ιστορία, και εμείς στην Ελλάδα ίσως τελικά να είναι καλύτερα που έχουμε να κάνουμε με έναν δαίμονα τον οποίο γνωρίζουμε καλά.