Ο αγώνας του προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν να παραμείνει στην εξουσία σε μια δύσκολη εκλογική κούρσα στην Τουρκία είναι η τελευταία ανατροπή στην ιστορία των ισχυρών παγκόσμιων ηγετών που καθορίζουν την προεδρία του Τζο Μπάιντεν.
Σύμφωνα με εκτενή ανάλυση του CNN, η μοίρα του Ερντογάν θα έχει σημαντικές επιπτώσεις όχι μόνο για τη δημοκρατία της χώρας του, την οποία έχει προσπαθήσει να αποδυναμώσει, αλλά και για την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ.
Μολονότι η Τουρκία είναι σύμμαχος του ΝΑΤΟ, ο Ερντογάν έχει επανειλημμένως απογοητεύσει την Ουάσιγκτον -για παράδειγμα, με τη «συμπάθειά» της προς τη Ρωσία και την πρόταση για επαναπροσέγγιση με τη Συρία.
Το Ανώτατο Εκλογικό Συμβούλιο της Τουρκίας ανακοίνωσε τη Δευτέρα ότι ο Ερντογάν θα αντιμετωπίσει τον Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου στον δεύτερο γύρο των εκλογών, στις 28 Μαΐου, αφού κανένας υποψήφιος δεν κατάφερε να ξεπεράσει το 50% των ψήφων.
Ο ηγέτης της αντιπολίτευσης, από την πλευρά του, έχει υποσχεθεί να κάνει «ό,τι αγώνα χρειάζεται» για να εξασφαλίσει δικαιώματα, νόμους και δικαιοσύνη για τους Τούρκους.
«Ο λαός μας πρέπει να είναι βέβαιος ότι θα κερδίσουμε σίγουρα και θα φέρουμε τη δημοκρατία σε αυτήν τη χώρα», είπε. Κατηγόρησε, επίσης, τις Αρχές ότι εμπόδισαν την καταμέτρηση των ψηφοδελτίων σε εκλογικά κέντρα με υψηλά ποσοστά ψήφων προς την αντιπολίτευση.
Ο Ερντογάν είχε δηλώσει νωρίτερα ότι πίστευε ότι η τελική καταμέτρηση ψήφων θα τον έφερνε πάνω από το 50%, που θα ήταν αρκετό για να αποφύγει έναν δυνητικά επικίνδυνο δεύτερο γύρο.
Οι πρακτικές του Ερντογάν έχουν προκαλέσει αμηχανία σε όλους τους προέδρους των ΗΠΑ
Ο Ερντογάν έχει φέρει σε αμηχανία όλους τους τελευταίους προέδρους των ΗΠΑ. Τον τελευταίο καιρό, η ευγένειά του προς τον Ρώσο πρόεδρο, Βλαντίμιρ Πούτιν, έχει εξοργίσει τις ΗΠΑ, καθώς προσπαθούν να σώσουν την κυριαρχία της Ουκρανίας μετά την απρόκλητη εισβολή της Μόσχας πριν από περισσότερο από έναν χρόνο.
Ολόκληρη η προεδρία του Μπάιντεν έχει εκτυλιχθεί στη σκιά αυταρχικών ηγετών, επιθέσεων στη δημοκρατία και επίδοξων ισχυρών ηγετών τόσο στο εξωτερικό όσο -και πιο αξιοσημείωτα- στο εσωτερικό.
Η ενδεχόμενη κληρονομιά του στον Λευκό Οίκο θα επηρεαστεί από την αναμέτρησή του με τον Πούτιν και την αναζωογόνηση της υπερατλαντικής συμμαχίας για τη στήριξη της δημοκρατίας στην Ουκρανία με έναν αγωγό βοήθειας και όπλων, αξίας πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Η πιο σημαντική πρόκληση στην εξωτερική πολιτική της Αμερικής -η άνοδος μιας ισχυρότερης, πιο εθνικιστικής Κίνας- επιδεινώνεται, εν τω μεταξύ, από τον πιο επιθετικό ηγέτη του Πεκίνου εδώ και δεκαετίες, τον πρόεδρο Σι Τζινπίνγκ, ο οποίος προσφέρει στον κόσμο ένα πολιτικό μοντέλο εναλλακτικό της δυτικής δημοκρατίας και ολοένα και πιο επιθετικό απέναντι στα παγκόσμια συμφέροντα των ΗΠΑ.
Επίσης, τους τελευταίους μήνες, ο Μπάιντεν έχει αποξενωθεί από τον μακροχρόνιο εταίρο του, τον Ισραηλινό πρωθυπουργό Μπενιαμίν Νετανιάχου, λόγω των προσπαθειών του τελευταίου για αναθεώρηση του δικαστικού συστήματος, κάτι που ορισμένοι Αμερικανοί ειδικοί λένε ότι θα επιτρέψει στη σκληροπυρηνική κυβέρνησή του να περιορίσει τη δημοκρατία στο Ισραήλ.
Η ήττα Ερντογάν θα συνέβαλε στην παγκόσμια προσπάθεια του Μπάιντεν να σώσει τη δημοκρατία
Ο Μπάιντεν έχει επανειλημμένα επικαλεστεί έναν διεθνή αγώνα για τη διατήρηση της δημοκρατίας, ο οποίος συμπληρώνει αυτόν που λέει ότι διεξάγει στο εσωτερικό.
Σε μια σύνοδο κορυφής για τη δημοκρατία, που συγκάλεσε στον Λευκό Οίκο τον Μάρτιο, ανέδειξε την προεδρία του και τη μαζική δυτική προσπάθεια να σωθεί η Ουκρανία ως ένδειξη μιας στροφής της ιστορίας μακριά από την αυταρχική διακυβέρνηση, καθώς και σημάδια δημοκρατικής αναγέννησης σε μέρη της Ασίας και της Αφρικής.
«Χάρη στη δέσμευση των ηγετών που συγκεντρώθηκαν σήμερα και στην επιμονή των ανθρώπων σε κάθε περιοχή του κόσμου που απαιτούν να γίνουν σεβαστά τα δικαιώματά τους και να ακουστεί η φωνή τους, βλέπουμε πραγματικούς δείκτες ότι αντιστρέφουμε την τάση», είπε ο Μπάιντεν.
Μια ήττα του Ερντογάν, λοιπόν, θα απομάκρυνε έναν ηγέτη που επί δύο δεκαετίες εργάζεται για να αποδυναμώσει την επιρροή των δημοκρατικών θεσμών στην Τουρκία, όπως τα δικαστήρια, ο Τύπος και οι θεμελιώδεις βάσεις οικονομικής ισχύος. Σε μια νέα θητεία του, ωστόσο, πιθανότατα θα περιόριζε περαιτέρω τις ελευθερίες, ενώ θα συνέχιζε να απογοητεύει τους δυτικούς ηγέτες.
Η ρητορική Κιλιτσντάρογλου προσομοιάζει με αυτή του Μπάιντεν για τη δημοκρατία
Τους τελευταίους μήνες, για παράδειγμα, ο Ερντογάν εμπόδισε την είσοδο της Σουηδίας και της Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ, αφού οι ηγέτες τους αποφάσισαν να ενταχθούν στη συμμαχία μετά την εισβολή του Πούτιν στην Ουκρανία. Απαίτησε, επίσης, καταστολή των Κούρδων εξορίστων στις δύο σκανδιναβικές χώρες, τους οποίους θεωρεί τρομοκράτες. Τελικά, ήρε το βέτο του στη Φινλανδία, αλλά εξακολουθεί να εμποδίζει την ένταξη της Σουηδίας. Η κίνηση ήταν ένα κλασικό παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο ο Ερντογάν προωθεί τα δικά του -και κατ' επίφαση τα τουρκικά- συμφέροντα, ανεξάρτητα από τις υπάρχουσες δομές της συμμαχίας, αλλά και του γιατί αποτελεί εδώ και καιρό πονοκέφαλο για τη Δύση.
Πριν από τις εκλογές, ο Κιλιτσντάρογλου μιλούσε με όρους για την ανάγκη διατήρησης της δημοκρατίας παρόμοιους με αυτούς του Μπάιντεν στις ΗΠΑ. Ο απόηχος της ρητορικής του ήταν ακόμη ένα σημάδι για το πώς έχουν αλλάξει τα πράγματα, καθώς η Αμερική αντιμετωπίζει τώρα ίδιες απειλές για το κράτος δικαίου στο εσωτερικό.
Την Κυριακή, ο Μπάιντεν έκανε ένα δονκιχωτικό σχόλιο για τις εκλογές της Τουρκίας, λέγοντας: «Ελπίζω να κερδίσει όποιος είναι να κερδίσει. Υπάρχουν αρκετά προβλήματα σε αυτό το μέρος του κόσμου».
Όταν η επιλογή της δημοκρατίας έρχεται σε αντίθεση με τη γεωπολιτική και τα στρατηγικά συμφέροντα
Η προσπάθεια του Μπάιντεν να διατηρήσει τη δημοκρατία στο εξωτερικό έχει αναζωπυρώσει ένα κλασικό δίλημμα, που περιέπλεξε εδώ και καιρό την αμερικανική εξωτερική πολιτική: Τι μπορείς να κάνεις όταν συγκρούονται οι δημοκρατικές αξίες και τα στρατηγικά συμφέροντα μιας χώρας.
Αυτή η πράξη εξισορρόπησης αποκρυσταλλώθηκε πιο δραματικά τα τελευταία χρόνια με τη δολοφονία του Τζαμάλ Κασόγκι, Σαουδάραβα αρθρογράφου της «Washington Post» και κατοίκου των ΗΠΑ, στην Κωνσταντινούπολη το 2018. Εν μέσω θυελλώδους παγκόσμιας κριτικής, ο Τραμπ αρνήθηκε να διακόψει τις σχέσεις με τον ισχυρό άνδρα της Σαουδικής Αραβίας και ντε φάκτο ηγέτη, Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν, υποστηρίζοντας ότι οι ΗΠΑ είχαν επικερδείς εμπορικούς δεσμούς με το βασίλειο, όπως τα δισεκατομμύρια δολάρια από τις πωλήσεις όπλων.
Ο Μπάιντεν, στην προεκλογική εκστρατεία του 2020, ζήτησε να επανεξεταστεί η σχέση των ΗΠΑ με τη Σαουδική Αραβία, αλλά, ως πρόεδρος, έκανε ένα ταξίδι εκεί και χαιρέτισε τον διάδοχο πέρυσι, σε μια εποχή που οι ΗΠΑ καλούσαν το βασίλειο να αντλήσει περισσότερα πετρέλαιο για να μετριάσει τις υψηλές τιμές της βενζίνης που έπλητταν τους Δημοκρατικούς.
Ένα παρόμοιο δίλημμα θα μπορούσε να παρουσιαστεί σε μικρότερη κλίμακα σε ένα άλλο βασίλειο, την Ταϊλάνδη, μετά τις εκλογές της Κυριακής, όπου προοδευτικά, δημοκρατικά κόμματα διεξήγαγαν εκστρατείες για την αποκατάσταση της δημοκρατίας, μετά από χρόνια διακυβέρνησης που υποστηρίζεται από τον στρατό και ηγέτες που επηρεάζονται έντονα από τους ισχυρούς στρατηγούς της χώρας.
Οποιαδήποτε προσπάθεια του συντηρητικού κατεστημένου να καταστείλει μια ήττα θα αύξανε την πίεση στις ΗΠΑ να μιλήσουν υπέρ της δημοκρατικής μεταρρύθμισης. Αλλά κάτι τέτοιο θα κινδύνευε να ωθήσει την Ταϊλάνδη -έναν μακροχρόνιο σύμμαχο των ΗΠΑ, που ήταν ιδιαίτερα κρίσιμος για την Ουάσιγκτον κατά τη διάρκεια του πολέμου του Βιετνάμ- προς την Κίνα, σε μια κίνηση που θα αποδυνάμωνε την επιρροή των ΗΠΑ στη Νοτιοανατολική Ασία σε μια περίοδο κρίσιμων εντάσεων.
Τέτοιοι υπολογισμοί υπογραμμίζουν ότι η υποστήριξη της δημοκρατίας είναι συχνά περίπλοκη, όταν εμπλέκεται η ευρύτερη γεωπολιτική. Και εξηγούν γιατί οι ΗΠΑ δεν μπορούν απλώς να αγνοήσουν ή να απορρίψουν έναν περιφερειακό ισχυρό άνδρα όπως ο Ερντογάν, ακόμα κι αν αναδειχθεί νικητής από νοθευμένες εκλογές.