Τι μας διδάσκει η Ιστορία για το μέλλον; Τι είχε ακολουθήσει μετά από αντίστοιχες κρίσεις του παρελθόντος; Οι ειδικοί, στην προσπάθειά τους να χαρτογραφήσουν τα άγνωστα νερά της πανδημίας, μελετούν το παρελθόν και δίνουν τις δικές τους εκτιμήσεις για τη ζωή μας μετά το τέλος του κορωνοϊού.
Αν νομίζουμε ότι οι συνωμοσιολόγοι αρνητές του ιού, το κίνημα των αντιεμβολιαστών και τα αντιδραστικά κορωνοπάρτυ των νέων είναι φαινόμενα των παράξενων καιρών μας, κάνουμε λάθος. Σύμφωνα με τον καθηγητή Ιστορίας του πανεπιστημίου της Βιτρζίνια Christian W McMillen, όλα αυτά έχουν συμβεί ξανά από το Μεσαίωνα μέχρι τις μέρες μας στις πανδημίες της πανώλης, της ευλογιάς, της ελονοσίας, της χολέρας, της φυματίωσης και της γρίπης.
Για εμάς μία πανδημία είναι σοκαριστική, πρωτοφανής, ωστόσο η ιστορία της ανθρωπότητας είναι γεμάτη με τέτοιες σοβαρές υγειονομικές κρίσεις που έγιναν ο καταλύτης για να αλλάξει ο κόσμος. Η πανδημία της χολέρας του 1830 που χτύπησε άγρια το Παρίσι και ξεκλήρισε σχεδόν το 3% των Παριζιάνων, οδήγησε την Γαλλία -μαζί με τη Βρετανία- μετά από μια μεγάλη πολιτική αστάθεια και κοινωνική αναταραχή στη Βιομηχανική Επανάσταση. Η χολέρα, πλήττοντας περισσότερο τους φτωχούς, ήταν η σπίθα που προκάλεσε κοινωνική έκρηξη κατά των πιο εύπορων κοινωνικών στρωμάτων, τα οποία διέφυγαν στις εξοχικές του κατοικίες για να μην μολυνθούν. Οι ιοί όταν παίρνουν πανδημικές διαστάσεις αλλάζουν τα πάντα, κινητοποιώντας μηχανισμούς τεράστιων μετασχηματισμών.
Οι επιστήμονες μελετούν ξανά την Ιστορία, έχοντας πλέον το φίλτρο του Covid19, για να εξάγουν χρήσιμα συμπεράσματα που θα βοηθήσουν τους οικονομολόγους, τους πολιτικούς και τους υπεύθυνους πολιτικής στρατηγικής να δουν μακροπρόθεσμα τις συνέπειες του κορωνοϊού και τις προκλήσεις που θα αντιμετωπίσουν τα κράτη όταν βγουν οριστικά από τον κύκλο καραντίνας-σταδιακών ανοιγμάτων στη μετά-covid εποχή.
Ραγδαία ανάπτυξη: Το οικονομικό boom μετά την καραντίνα
Καθώς οι εμβολιασμοί προχωρούν και επικρατεί μεγαλύτερη αισιοδοξία μία σκέψη αρχίζει να κυριαρχεί: πώς θα επανεκκινηθεί η οικονομία μετά την πανδημία; «Οι κρίσεις ευνοούν τα άλματα· τα συστήματα, οι κοινωνίες, έχουν μηχανισμούς επανόρθωσης», λέει η συγγραφέας και ιστορικός Σώτη Τριανταφύλλου σε πρόσφατη συνέντευξή της στο iefimerida.gr.
Σύμφωνα με σχετικό δημοσίευμα του Economist, η ιστορία δείχνει ότι μετά από μεγάλες κρίσεις, όπως παγκόσμιοι πόλεμοι και πανδημίες, τα GDP (ΑΕΠ) επανακάμπτουν. Tα νοικοκυριά στην Αγγλία του 1870 κατά την περίοδο πανδημίας της ευλογιάς διπλασίασαν τις αποταμιεύσεις τους, ενώ το ίδιο συνέβη και στην Ιαπωνία κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Ενώ, στην Αμερική, σύμφωνα με τη Goldman Sachs o μέσος καταναλωτής ξόδευε μόνο το 20% των αποταμιεύσεων του κατά τη διάρκεια της περιόδου 1946-49, μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Αυτή η αυτοσυγκράτηση λειτουργεί αντίστροφα όταν η πανδημία περνά. Κατά τον Economist, η ιστορική εμπειρία μας έχει δώσει δύο μαθήματα: οι άνθρωποι μετά το τέλος μιας πανδημίας, στην πρώτη φάση αρχίζουν να αποταμιεύουν, και μετά καθώς η επιστροφή στην πραγματικότητα εδραιώνεται τείνουν να ξοδεύουν περισσότερο, ενώ παράλληλα οι εταιρείες για να ξεπεράσουν την κρίση υιοθετούν καινοτομίες. Αυτός ο συνδυασμός λειτουργεί υπέρ της οικονομίας, δημιουργώντας συνθήκες μεγάλης ανάπτυξης.
Ο Νικόλας Χρηστάκης, ο Ελληνοαμερικανός καθηγητής του Yale, συγγραφέας του βιβλίου «Apollo's Arrow: The Profound and Enduring Impact of Coronavirus on the Way We Live» («Το Βέλος του Απόλλωνα: Η βαθιά και διαρκής επίπτωση του κορωνοϊού στον τρόπο ζωής μας») σε συνέντευξή του στην βρετανική εφημερίδα The Guardian έχει εξηγήσει ότι οι άνθρωποι όταν βιώνουμε μια μεγάλη κρίση, όπως μια πανδημία, γινόμαστε πιο συντηρητικοί: σταματάμε να ξοδεύουμε και προσπαθούμε να αποταμιεύουμε. Αντιθέτως όμως όταν η πραγματικότητα επανέλθει θα γίνουμε πιο κοινωνικοί και περισσότερο σπάταλοι.
Μείωση της ανεργίας και επένδυση σε νέες τεχνολογίες
Κατά τους New York Times, οι οικονομολόγοι όχι μόνο περιμένουν να κινηθεί η οικονομία στην Αμερική μετά από ένα μεγάλο διάστημα με παρατεταμένα lockdown, αλλά «έχουν αρχίσει να μιλούν για κάτι ισχυρότερο: μια τεράστια ανάκαμψη που θα μειώσει την ανεργία, θα αυξήσει τους μισθούς και μπορεί να οδηγήσει σε ανάπτυξη τα επόμενα χρόνια.
Οι οικονομολόγοι, απαντώντας σε ερώτηση της Ομοσπονδιακής Τράπεζας της Φιλαδέλφειας προέβλεψαν ότι φέτος η παραγωγή των ΗΠΑ θα αυξηθεί 4,5%, άρα θα είναι η καλύτερη χρονιά από το 1999 και μετά. Μερικοί αναμένουν ένα μεγαλύτερο άλμα: Οι οικονομολόγοι της Goldman Sachs προβλέπουν ότι η οικονομία θα αναπτυχθεί 6,8% και ότι το ποσοστό ανεργίας θα μειωθεί στο 4,1% μέχρι τον Δεκέμβριο, γεγονός που χρειάστηκε οκτώ χρόνια για να επιτευχθεί μετά την τελευταία ύφεση. «Είναι πολύ πιθανό να έχουμε πολύ υψηλό ρυθμό ανάπτυξης», δήλωσε στους ΝΥΤ ο Jan Hatzius, επικεφαλής οικονομολόγος της Goldman Sachs. «Είτε πρόκειται για οικονομική έκρηξη είτε όχι, νομίζω ότι θα είναι μια ανάκαμψη σε σχήμα V», πρόσθεσε, αναφερόμενος σε μια απότομη πτώση που συνήθως ακολουθείται από «μια απότομη ανάκαμψη».
Σύμφωνα με το ίδιο δημοσίευμα τρεις είναι οι παράγοντες που θα οδηγήσουν στο άλμα: πρώτον έχουν αυξηθεί οι αποταμιεύσεις, δεύτερον οι εμβολιασμοί οδηγούν σε μεγαλύτερη χαλάρωση των μέτρων και άρα σε μεγαλύτερη κοινωνικότητα, άρα σε οικονομική κινητικότητα και τρίτον καθοριστικό ρόλο θα παίξει η ομοσπονδιακή βοήθεια με τη διάθεση μεγάλων κεφαλαίων που θα δώσουν το φιλί της ζωής στην αγορά. Ένα ντόμινο ανάκαμψης θα ενεργοποιηθεί: οι καταναλωτές θα ξοδεύουν, η ζήτηση θα αυξηθεί, οι εταιρείες θα υιοθετούν νέες τεχνολογικές καινοτομίες, ανοίγοντας νέες θέσεις εργασίας για να αυξηθεί η παραγωγή και να καλυφθεί η αυξημένη ζήτηση. Όπως αναφέρει ο αρθρογράφος των New York Times Ben Casselman αυτός ο μηχανισμός θα εξαρτηθεί αν λειτουργήσει όπως αναμένουν οι οικονομολόγοι από την ταχύτητα των εμβολιασμών και από την αποτελεσματικότητα των εμβολίων στην κάλυψη των συνεχών μεταλλάξεων του ιού.
Παράλληλα υπάρχουν φωνές, όπως αυτή του οικονομολόγου Lawrence H. Summers, πρώην υπουργού Οικονομικών των ΗΠΑ, που προειδοποιούν για αύξηση του πληθωρισμού. Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα της Αμερικής ωστόσο είναι καθησυχαστική. Ενώ σύμφωνα με τον Casselman των New York Times αυτή η μετα-covid ραγδαία ανάπτυξη θα ωφελήσει κυρίως τους οικονομικά ισχυρούς, εντείνοντας ακόμα περισσότερο τις μεγάλες ανισότητες. «Μπορεί να δούμε μια οικονομική άνθηση στο μέλλον, αλλά αυτή η ραγδαία ανάπτυξη πιθανόν να αφήσει μερικούς ανθρώπους ακόμη πιο πίσω, ή μπορεί να τους δώσει μια στάλα νερό όταν στην πραγματικότητα χρειάζονται έναν καταρράκτη», δηλώνει στους New York Times η οικονομολόγος του Πανεπιστημίου George Washington Tara Sinclair.
Ο επικεφαλής οικονομολόγος της εταιρείας KPMG Constance L. Hunter, αντιθέτως, διαβλέπει μείωση της της ανεργίας, αφού η τηλεργασία έπεισε τις εταιρείες ότι πρέπει επιτακτικά να επενδύσουν σε νέες τεχνολογίες. Η υιοθέτηση των καινοτομιών θα φέρουν ανάπτυξη και νέες θέσεις εργασίας. Ο ίδιος παρομοιάζει την μετά-covid εποχή με εκείνη λίγο μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο που έφερε μεγάλη ανάπτυξη με υπερσύγχρονα εργοστάσια σε όλη την Αμερική. Eνώ ο Economist υπογραμμίζει ότι «ιστορικά ο μαύρος θάνατος (επιδημία πανώλης) έκανε τους Ευρωπαίους πιο περιπετειώδεις. Γέμιζαν τα πλοία πηγαίνοντας σε νέες χώρες- θεωρώντας ότι αυτό μειώνει το ρίσκο του να πεθάνεις στο σπίτι σου.
Ενώ σύμφωνα με το Νational Βureau Οf Εconomic Research που εκδόθηκε το 1948 ο αριθμός των καινοτόμων εταιριών παρουσίασε αύξηση κατά το 1919 (μετά την επιδημία Ισπανικής Γρίπης και μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο)». Το άρθρο της εφημερίδας επικαλείται μια σχετική μελέτη του ΔΝΤ που συνδέει άμεσα τις πανδημίες με τη χρήση νέων καινοτόμων τεχνολογιών από τις εταιρείες, εστιάζοντας συγκεκριμένα σε επιδημίες όπως αυτή του έμπολα και του sars. Η εν λόγω μελέτη ισχυρίζεται ότι οι επιδημίες οδηγούν σε ανάπτυξη των αυτοματισμών και της ρομποτικής τεχνολογίας.
Οι δύο μεγάλες προκλήσεις στην μετά-covid εποχή
Το iefimerida.gr μίλησε με τον ιστορικό Christian W. McMillen, συγγραφέα του βιβλίου «Πανδημίες» που κυκλοφόρησε πρόσφατα στα ελληνικά (εκδ. Παπαδόπουλος), και μας εξηγεί ποιες θα είναι οι νέες μεγάλες προκλήσεις στη μετά-covid εποχή. Τι μας έχει διδάξει η Ιστορία; Τι πρέπει να περιμένουμε από το μέλλον; «Από όσα μας έχει διδάξει η ιστορία των πανδημιών δύο προκλήσεις είναι οι πιο σοβαρές για το μέλλον: η δυσπιστία και η ανισότητα». Κατά τον καθηγητή McMillen, η δυσπιστία μεγάλης μερίδας του κόσμου απέναντι ακόμα και στην ύπαρξη του ίδιου του κορωνοϊού, είναι ένας μεγάλος κίνδυνος. «Μετά από όλα όσα ζήσαμε με τις αχαλίνωτες καμπάνιες παραπληροφόρησης και με τις πολλαπλές θεωρίες συνωμοσίας των οποίων γίναμε μάρτυρες τον τελευταίο ενάμιση χρόνο, η δυσπιστία είναι εξίσου σημαντική απειλή με την ανισότητα. Kαι οι δύο ήταν και είναι ένα χαρακτηριστικό του παρελθόντος και του παρόντος. Και είναι πολύ πιθανό ότι και οι δύο θα ξαναπρωταγωνιστήσουν και σε μελλοντικές πανδημίες».
Το τεράστιο κύμα της δυσπιστίας θα γίνει τσουνάμι;
Ο καθηγητής McMillen χαρτογραφεί τις αντιδράσεις απέναντι στα μέτρα κατά του κορωνοϊού, τους συνωμοσιολόγους που οργανώνονται στα κοινωνικά δίκτυα, τη διασπορά fake news, την κινδυνολογία, το αντιεμβολιαστικό κίνημα που μπορεί να τινάξει στον αέρα τις επιστημονικές και πολιτειακές προσπάθειες για την αντιμετώπιση του ιού και να σαμποτάρει τη μετάβαση σε μια μετά-covid εποχή. Χαρακτηριστικά λέει ότι όλα αυτά δεν είναι καινούρια, προϋπήρχαν.
Τα αντιδραστικά κορωνοπάρτι έχουν τις ρίζες τους στο Μεσαίωνα αλλά και στον 17ο αιώνα όταν η πανώλη θέριζε και μεγάλο μέρος του πληθυσμού θεωρούσε ότι η μάστιγα είναι σπαρτή από τους πλούσιους για να ξεκληρίσουν τους φτωχούς και να κερδοσκοπήσουν. «Πολύ γενικά και κάπως ωμά μιλώντας», λέει ο McMillen, «αναφέρομαι σε περιπτώσεις κατά τις οποίες μεγάλες ομάδες συγκεκριμένων πληθυσμών δεν δείχνουν εμπιστοσύνη στις αρχές. Αυτό μπορεί να εκδηλωθεί σε διαφορετικά μεγέθη, δείχνοντας ανυπακοή στα διατάγματα δημόσιας υγείας όσον αφορά τις συγκεντρώσεις κατά τη διάρκεια της επιδημίας της πανούκλας, όπως συνέβη σε μικρότερη κλίμακα στο μικρό ιταλικό χωριό του Μόντελουπο τη δεκαετία του 1630, ή σε μεγαλύτερης κλίμακας διαδηλώσεις διαμαρτυρίας πιστεύοντας ότι οι ελίτ χρησιμοποιούν τις επιδημίες και τις πανδημίες ως όπλο κατά των φτωχών, όπως συνέβη σε ολόκληρη την Ευρώπη το 19ο αιώνα κατά τη διάρκεια της επιδημίας της χολέρας.
Η αντίσταση του Μόντελουπο στα μέτρα των αρχών κατά της φονικής επιδημίας πανώλης ήταν ενδεδυμένη με θρησκευτικό μανδύα: οι πολίτες του Μόντελουπο αρνήθηκαν να ακυρώσουν μια λιτανεία η οποία πίστευαν ότι θα τους βοηθούσε να αντιμετωπίσουν την επιδημία. Δυο αιώνες αργότερα διαδηλωτές στο Παρίσι τη δεκαετία του 1830 πίστευαν ότι υγειονομικοί φορείς επινόησαν τη χολέρα για να ξεφορτωθούν τους φτωχούς από την πόλη. Στην Ιταλία το 1910 με 1911 κατά τη διάρκεια της τελευταίας ευρωπαϊκής επιδημίας χολέρας οργανώθηκαν πάνω από δύο ντουζίνες διαδηλώσεις οι οποίες ήθελαν να σταματήσουν οι περιορισμοί της επιδημίας που δημιουργούσαν οικονομική κρίση. Αλλά πιο συχνά υπήρχαν άνθρωποι οι οποίοι φοβούνταν ότι η πολιτεία προσπαθούσε να ξεφορτωθεί τους φτωχούς από τη χώρα. Κατά τη διάρκεια ενός περιστατικού φρικαλέας βίας ο ληξίαρχος του δημαρχείου του ιταλικού Verbicaro σκοτώθηκε από το άγριο πλήθος που έπεσε κατά πάνω του με θυμό κατά τη διάρκεια μιας οργανωμένης καμπάνιας εμβολιασμού κατά της φυματίωσης από τη Unicef και τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας στην Ινδία τη δεκαετία του 1950, καθώς το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου διασπείρονταν φήμες ότι η συγκεκριμένη καμπάνια εμβολιασμού είχε σχεδιαστεί για να στειρώσει τα παιδιά και η Iνδία θα χρησιμοποιείτο ως εργαστήριο με πειραματόζωα. Υπάρχουν ακόμα πάρα πολλά σχετικά παραδείγματα.
Η σύνδεση μεταξύ τους είναι η δυσπιστία. Δυσπιστία κατά του κράτους, δυσπιστία κατά των γιατρών, των ελίτ και των ξένων η οποία είχε ως αποτέλεσμα μεγάλες ομάδες ανθρώπων να θέλουν να αποκρούσουν τις αρχές. Η δυσπιστία και η πίστη σε θεωρίες συνωμοσίας δεν έχουν εξαφανιστεί. Στις ΗΠΑ κατά τη διάρκεια της πανδημίας Covid19 οι καμπάνιες παραπληροφόρησης διαδίδονταν ευρέως. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα το να πολιτικοποιηθεί το αν θα φοράς μάσκα ή όχι, ακόμα και στον προεκλογικό αγώνα των Μπάιντεν-Τραμπ. Ο τέως Πρόεδρος της Αμερικής Ντόναλντ Τραμπ πυροδοτούσε την παραπληροφόρηση προωθώντας ψευδείς θεραπείες. Μέλη του Κογκρέσου ήταν οι πρωτοστάτες στη διασπορά fake news. Γινόμαστε μάρτυρες ενός συνεχώς αυξανόμενου αντιεπιστημονικού κινήματος το οποίο αγγίζει υψηλά επίπεδα αντιεμβολιαστικού ακτιβισμού χωρίς προηγούμενο. Και το Internet διευκολύνει αυτές τις τάσεις όλο και περισσότερο».
H απειλή των ανισοτήτων
Η δεύτερη μεγάλη πρόκληση που θα αντιμετωπίσει η ανθρωπότητα μετά το τέλος της πανδημίας είναι οι ανισότητες που θα ενταθούν. Ορισμένοι οικονομολόγοι ήδη προειδοποιούν ότι όσο μεγαλύτερη θα είναι η ανάπτυξη που θα σημειωθεί μετά το τέλος του covid19 τόσο πιο μεγάλες θα είναι και οι ανισότητες που θα δημιουργηθούν, προκαλώντας δυσαρέσκεια στα πιο ασθενή οικονομικά στρώματα. Όπως επισημαίνει ο καθηγητής Christian W. McMillen «κατά τη διάρκεια όλης της ιστορίας της ανθρωπότητας η ανισότητα σε πολλές μορφές έχει υπάρξει πρωταγωνιστής των πανδημιών.
Συχνά λέγεται ότι οι αρρώστιες δεν υπολογίζουν φυλές ή κοινωνικές τάξεις. Για παράδειγμα οι βασιλείς είναι ακριβώς το ίδιο επιρρεπείς στις ίδιες αρρώστιες με όλους τους άλλους. Και παρόλο που βιολογικά αυτό ισχύει, κοινωνιολογικά δεν ισχύει. Όσοι έχουν την οικονομική και κοινωνική δυνατότητα, μπορούν και τα καταφέρνουν να αποφύγουν τις χειρότερες πανδημίες. Όπως έγραψε και ένας γιατρός κατά τη διάρκεια της γαλλικής επιδημίας της πανούκλας στη Μασσαλία του 1720, σχετικά με μια γειτονιά που γλίτωσε από το λοιμό: «Οι δρόμοι είναι φαρδιοί, τα σπίτια μεγάλα, και κατοικούνται κυρίως από ανθρώπους οι οποίοι ζουν σε μια κατάσταση χλιδής, και αυτοί πάντα είναι οι τελευταίοι που θα χτυπηθούν από μια μεταδοτική ασθένεια καθώς έχουν τη δυνατότητα να μείνουν μακριά της». Aυτή η περιγραφή μπορεί εξίσου να ανταποκριθεί και σε μια αμερικανική πόλη η οποία αντιμετώπισε την πανδημία του Covid το 2020 ακριβώς όπως περιγράφηκε στη Μασσαλία 300 χρόνια πριν.
Η πανδημία του Covid μας υπενθύμισε, όπως έγραψε πριν από είκοσι χρόνια ο Paul Farmer, ένας από τους συνιδρυτές του διεθνούς οργανισμού υγείας Partners In Health, ότι η επιδημικές ασθένειες είναι οι «βιολογικές εκφράσεις της κοινωνικής ανισότητας». Γινόμαστε τώρα μάρτυρες αυτής ακριβώς της αλήθειας σε παγκόσμια κλίμακα. Οι ΗΠΑ έχουν αρκετά εμβόλια ώστε να θωρακίσουν πολλές φορές τον πληθυσμό τους, και έτσι κατάφεραν να αποδυναμώσουν τον ιό. Το 60% του πληθυσμού έχει εμβολιαστεί ήδη με την πρώτη δόση και υπάρχει πτώση κατά 80% των νοσούντων. Συγχρόνως στην Αφρική μόνο το 3% του πληθυσμού έχει λάβει την πρώτη δόση. Στις ΗΠΑ χτυπήθηκαν δυσανάλογα περισσότεροι οι κοινότητες έγχρωμων έναντι των λευκών. Αν θέλουμε η επόμενη πανδημία να είναι διαφορετική το να καταπολεμήσουμε την ανισότητα και την παραπληροφόρηση θα είναι οι δύο μεγαλύτερες προκλήσεις».