Είναι πλέον επίσημο: ο Έλον Μασκ έσπασε το παγκόσμιο ρεκόρ για τη μεγαλύτερη απώλεια περιουσίας σε έναν χρόνο, σύμφωνα με το βιβλίο των ρεκόρ Γκίνες (GWR)
Από τον Νοέμβριο του 2021 ο Μασκ έχασε κάπου 182 δις. δολάρια, σύμφωνα με το Forbes, δηλαδή 124 δις. περισσότερα σε σύγκριση με το προηγούμενο ρεκόρ. Στο ιστολόγιό του το GWR σημειώνει ότι μολονότι «το ακριβές ποσό είναι σχεδόν αδύνατο να εξακριβωθεί», άλλες πηγές αναφέρουν ότι ο Αμερικανός δισεκατομμυριούχος έχασε ένα ποσό πιο κοντά στα 200 δισεκατομμύρια δολάρια, ξεπερνώντας κατά πολύ το προηγούμενο ρεκόρ του Ιάπωνα επενδυτή τεχνολογίας Μασαγιόσι Σον, ο οποίος είχε χάσει το 2000 κάπου 58,6 δισεκατομμύρια δολάρια.
Η καθαρή περιουσία του Μασαγιόσι Σον έκανε βουτιά από τα 78 δις. δολάρια στα 19,4 δις. τον Ιούλιο του 2000 ως αποτέλεσμα της αστάθειας και της πτώσης της αξίας του τεχνολογικού του ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων, της Softbank, ανέφερε το GWR. Το Forbes εκτιμά ότι η καθαρή περιουσία του Μασκ, επηρεασμένη σε μεγάλο βαθμό από την κακή απόδοση της μετοχής της Tesla, μειώθηκε από 320 δισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ το 2021 σε 138 δισεκατομμύρια δολάρια τον Ιανουάριο του 2023.
«Τα μακροπρόθεσμα θεμελιώδη είναι εξαιρετικά ισχυρά. Η βραχυπρόθεσμη τρέλα της αγοράς είναι απρόβλεπτη», έγραψε ο Μασκ στο Twitter στις 30 Δεκεμβρίου.
Με το μεγαλύτερο μέρος των περιουσιακών στοιχείων του Μασκ να εξαρτάται από τη μετοχή της Tesla, η πτώση της αξίας κατά 65% το 2022 ήταν άλλο ένα από τα οικονομικά δεινά που τον γκρέμισαν από τον θρόνο του πλουσιότερου ανθρώπου στον πλανήτη – τίτλος που πέρασε πλέον στον Μπερνάρ Αρνό, ισχυρό άνδρα της Louis Vuitton Moët Hennessy, ο οποίος έχει εκτιμώμενη καθαρή περιουσία 190 δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Η απότομη πτώση του Μασκ ξεκίνησε τον Οκτώβριο του 2022, όταν αγόρασε το Twitter για περίπου 44 δισεκατομμύρια δολάρια. Παρά την τόσο δραστική μείωση του πλούτου του, ο Μασκ, πάντως, δεν πρόκειται να πεινάσει, καθώς παραμένει ο δεύτερος πλουσιότερος άνθρωπος στον κόσμο (με 142,1 δισ. δολάρια στις 10 Ιανουαρίου), μπροστά από τον Ινδό Γκαουτάμ Αντάνι (125,1 δισ. δολάρια).