H μεταποιητική δραστηριότητα στην Ευρωζώνη παρέμεινε ισχυρή τον Οκτώβριο, αλλά οι στενότητες στην εφοδιαστική αλυσίδα και τα προβλήματα στην τροφοδοσία εκτίναξαν το κόστος και περιόρισαν την αύξηση της παραγωγής, σύμφωνα με έρευνα της IHS Markit.
Οι συνεχιζόμενες διαταραχές που προκαλούνται από την πανδημία του κορωνοϊού και η έλλειψη οδηγών μεγάλων φορτηγών έχουν οδηγήσει σε ελλείψεις προϊόντων και δυσκολεύουν τα εργοστάσια να αποκτήσουν τις πρώτες ύλες που χρειάζονται.
Αν και η οικονομία της Ευρωζώνης συνέχισε να αναπτύσσεται δυναμικά το καλοκαίρι, ο πληθωρισμός ξεπερνά επίσης τις προσδοκίες.
Η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Κριστίν Λαγκάρντ, παραδέχθηκε την περασμένη Πέμπτη ότι ο πληθωρισμός θα διατηρηθεί υψηλός για μεγαλύτερο διάστημα, αλλά απέρριψε τα στοιχήματα της αγοράς ότι οι αυξήσεις των τιμών θα προκαλέσουν αύξηση των επιτοκίων της ΕΚΤ το επόμενο έτος.
Ο τελικός δείκτης υπευθύνων προμηθειών (PMI) για τη μεταποίηση της IHS Markit μειώθηκε σε χαμηλό επίπεδο 8μήνου στις 58,3 μονάδες από 58,6 τον Σεπτέμβριο, αλλά είναι πολύ υψηλότερος από το όριο των 50 μονάδων που χωρίζει την αύξηση από τη συρρίκνωση της δραστηριότητας.
Επιδεινώθηκε η εφοδιαστική αλυσίδα τον Οκτώβριο
Ο δείκτης για τη μεταποιητική παραγωγή υποχώρησε περισσότερο, στις 53,3 μονάδες από 55,6 τον Σεπτέμβριο, το χαμηλότερο επίπεδο από τον Ιούνιο του 2020.
«Οι μεταποιητικές επιχειρήσεις της Ευρωζώνης ανέφεραν ότι επιδεινώθηκε τον Οκτώβριο η κατάσταση αναφορικά με την εφοδιαστική αλυσίδα, κάτι που περιόρισε σημαντικά την αύξηση της παραγωγής στη διάρκεια του μήνα», δήλωσε ο επικεφαλής οικονομολόγος της IHS Markit, Κρις Γουίλιαμσον.
«Οι μέσοι χρόνοι παράδοσης για τις πρώτες ύλες επιμηκύνθηκαν με έναν ρυθμό που ήταν ο τρίτος υψηλότερος σε σχεδόν ένα τέταρτο αιώνα καθώς οι εταιρείες ανέφεραν ότι η ζήτηση ήταν και πάλι μεγαλύτερη από την προσφορά για μία μεγάλη σειρά εισροών και εξαρτημάτων», πρόσθεσε.
Οι ελλείψεις αυτές είχαν ως αποτέλεσμα την εκτίναξη του δείκτη τιμών εισροών στις 89,5 από 86,9 μονάδες, το υψηλότερο επίπεδο από την έναρξη της έρευνας στα μέσα του 1997.