Επί 16 συναπτά έτη ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν κατάφερνε να αυξάνει σταδιακά την δύναμή του στην Τουρκία, αλλά από τον περασμένο χρόνο «η επιρροή του σουλτάνου φθίνει», σημειώνει η Deutsche Welle.
Ο Ερντογάν ανέλαβε τα πρωθυπουργικά του καθήκοντα πριν από 17 χρόνια ως ένας «φιλελεύθερος μεταρρυθμιστής» που απέβλεπε στην προσέγγιση της Τουρκίας με την Ευρώπη. «Αλλά ακόμη και τότε ορισμένοι επικριτές του τον αποκαλούσαν λύκο με προβειά, που απλώς παρίστανε τον δημοκράτη . Κι όπως φαίνεται είχαν δίκιο», σχολιάζει το άρθρο γνώμης της DW θυμίζοντας πώς ο Τούρκος πρόεδρος ξεφορτώθηκε τους αντιπάλους του στις ένοπλες δυνάμεις και το δικαστικό σώμα με κύματα διώξεων και απογύμνωσε την τουρκική δημοκρατία για να εξελιχθεί σε «κάτι σαν σύγχρονος σουλτάνος βάσει του παλιού οθωμανικού μοντέλου».
Ο σουλτάνος του 21ου αιώνα
Τα τελευταία χρόνια ο Ερντογάν κατάφερε να υπερπηδήσει όλα τα εμπόδια που ανέκυπταν στο διάβα του, από τις διαδηλώσεις για το πάρκο Γκεζί στην Κωνσταντινούπολη, μέχρι τα σκάνδαλα διαφθοράς και την απόπειρα ανατροπής του με το πραξικόπημα του Ιουλίου προ τριετίας. Κι όχι μόνον αυτό, αλλά με τη μετατροπή του κοινοβουλευτικού συστήματος διακυβέρνησης της χώρας σε προεδρικό ενίσχυσε τις προεδρικές του εξουσίες μετατρέποντας τη χώρα σε «ενός ανδρός αρχή».
«Σήμερα ο Ερντογάν κατευθύνει τις τύχες της χώρας του σαν Οθωμανός σουλτάνος από το Λευκό Παλάτι των χιλίων δωματίων στην Άγκυρα, αλλά εξουσία δείχνει να γλιστρά απ’ τα δάχτυλά του ακριβώς την ώρα που ετοιμαζόταν να υλοποιήσει το όραμά του», γράφει η DW.
Ο αντίκτυπος της οικονομικής κρίσης
Η απήχηση του Ερντογάν άρχισε να ξεθωριάζει το καλοκαίρι του 2018, καθώς έγινε ορατός στους πολλούς ο αντίκτυπος της κακοδιαχείρισης της οικονομίας. Ο Τούρκος πρόεδρος είχε δώσει έμφαση στην επέκταση του κατασκευαστικού τομέα της Τουρκίας συνεχίζοντας παράλληλα να ευνοεί ένα σύστημα ευνοιοκρατίας, που είχε ως αποτέλεσμα η οικονομία της χώρας να υστερεί σήμερα σε παραγωγικότητα και να περιδινίζεται σε μια σοβαρή κρίση. Η ανεργία, ειδικά στις τάξεις των νέων, καλπάζει και οι συνέπειες του πληθωρισμού γίνονται αισθητές στις τσέπες του μέσου καταναλωτή.
Ο αντίκτυπος όλων αυτών φάνηκε στις δημοτικές εκλογές του περασμένου Μαρτίου, όταν το κόμμα του Ερντογάν γνώρισε την ήττα σε αρκετές μεγαλουπόλεις της χώρας, που πέρασαν στα χέρα της αντιπολίτευσης, όπως η Κωνσταντινούπολη. Ειδικά η ήττα εκεί σηματοδότησε ένα μεγάλο στραπάτσο για τον Τούρκο πρόεδρο, που υπολόγιζε στην εδραίωση της εξουσίας του μέσω της ανάθεσης σε ημέτερους μεγάλων έργων χρηματοδοτούμενων από τα ταμεία της Πόλης, που απορροφά το 25% των συνολικών δημοσίων δαπανών στην Τουρκία.
Το στραπάτσο του Ερντογάν στην Κωνσταντινούπολη
Σε μια προσπάθεια να ανατρέψει τα δεδομένα που διαμόρφωσε η κάλπη ο Ερντογάν πίεσε την ανώτατη αρχή εκλογών στη χώρα να διατάξει επανάληψη των εκλογών στην Κωνσταντινούπολη, που όμως κέρδισε και πάλι η αντιπολίτευση με το νέο της αστέρι, τον Εκρέμ Ιμάμογλου.
Ο τελευταίος κατάφερε να διατηρήσει την ψυχραιμία του και να απαντήσει με μετριοπάθεια στις επιθέσεις μίσους που εξαπέλυσαν τα στελέχη του κυβερνώνοντος κόμματος, νικώντας τον αντίπαλό του και εκλεγκτό του Ερντογάν Μπιναλί Γιλντιρίμ. Κι όχι μόνον επικράτησε, αλλά ο λίαν δημοφιλής δήμαρχος της Πόλης θεωρείται από αρκετούς ότι θα χρησιμοποιήσει το αξίωμά του ως εφαλτήριο για να διεκδικήσει την προεδρία της χώρας.
Με την πλάτη στον τοίχο το Ερντογάν
«Η οδυνηρή εκλογική ήττα του Ερντογάν προέκυψε επίσης και από την πόλωση της κοινωνίας, που ο ίδιος ευνόησε», σχολιάζει η DW. «Τώρα μια σειρά αντιπολιτευόμενων κομμάτων με διαφορετική πολιτική αφετηρία – περιλαμβανομένων των Ισλαμιστών, εθνικιστών, σοσιαλδημοκρατών και αριστερών φιλελεύθερων – ξεπέρασαν τις διαφορές τους για να ενώσουν τις δυνάμεις τους κατά του Ερντογάν».
Το άρθρο σημειώνει ότι ο Τούρκος πρόεδρος βλέπει σταδιακά να φθίνει και η εσωκομματική υποστήριξη προς το πρόσωπό του, καθώς τον τελευταίο χρόνο περίπου ένα εκατομμύριο μέλη εγκατέλειψαν το AKP του Ερντογάν, ενώ σημαίνοντα στελέχη και πρώην σύμμαχοί του, όπως ο πρώην πρωθυπουργός Αχμέτ Νταβούτογλου, ο πρώην υπουργός Οικονομικών Αλή Μπαμπατζάν και ο πρώην πρόεδρος της χώρας, Αμπντουλάχ Γκιουλ, αποχώρησαν για να ιδρύσουν δικά τους κόμματα, που θα αντλούν ψήφους από την ισλαμοσυντηρητική δεξαμενή του ΑΚΡ.
Από το 2019 η ισχύς του Ερντογάν απειλείται, καταλήγει η DW. «Το 2023 οι Τούρκοι θα γιορτάσουν την εκατοστή επέτειο της ίδρυσης της σύγχρονης Τουρκίας και μαζί της και την κατάργηση του οθωμανικού σουλτανάτου»…