Η προμήθεια των εμβολίων και η βραδύτητα στη διαδικασία των εμβολιασμών εξακολουθούν να μονοπωλούν τον δημόσιο διάλογο στη Γερμανία.
Το ζήτημα των εμβολιασμών στη Γερμανία οδηγεί τα τελευταία 24ωρα σε ενδοκυβερνητικές έριδες, με τους συγκυβερνώντες Σοσιαλδημοκράτες να αδράττουν την ευκαιρία εν όψει της «σούπερ εκλογικής χρονιάς» (βουλευτικές και πολλαπλές περιφερειακές αναμετρήσεις) και να εξαπολύουν μετωπική επίθεση στον χριστιανοδημοκράτη υπουργό Υγείας Γενς Σπαν. Το SPD κάνει λόγο για «χαοτικές συνθήκες», τονίζοντας ότι η Γερμανία παρήγγειλε πολύ μικρό αριθμό εμβολίων.
Δριμεία κριτική στην κυβέρνηση εξαπολύει και η Eθνική Ακαδημία Επιστημών «Λεοπολντίνα», που δια στόματος της Φράουκε Τσιπ έκανε λόγο για «παταγώδη αποτυχία» των υπευθύνων.
Ο υπ. Υγείας Γενς Σπαν από την πλευρά του υπεραμύνεται της στρατηγικής της κυβέρνησης, επισημαίνοντας σε πρόσφατη συνέντευξή του ότι «το πρόβλημα δεν είναι ο αριθμός των εμβολίων που παραγγείλαμε. Παραγγείλαμε αρκετά. Το πρόβλημα είναι οι αρχικά περιορισμένες δυνατότητες παραγωγής, την ώρα που υπάρχει τεράστια παγκόσμια ζήτηση».
Ήδη μέχρι τα τέλη Δεκεμβρίου, η Γερμανία είχε λάβει 1,3 εκατομμύρια δόσεις εμβολίου ενώ στις 8 Ιανουαρίου αναμένονται άλλες 870.000. Μέχρι τα τέλη Ιανουαρίου ο Σπαν αναμένει άλλα 4 εκατομμύρια εμβόλια των Biontech/Pfizer.
Γαλλογερμανικές κόντρες στις διαπραγματεύσεις;
Ο βουλευτής των Σοσιαλδημοκρατών και ειδήμων σε θέματα Υγείας Καρλ Λάουτερμπαχ εκφράζει μεν την κατανόησή του για την απόφαση των ευρωπαίων ηγετών να προμηθευτούν από κοινού τα εμβόλια, εκτιμά ωστόσο ότι η ΕΕ εισήλθε στις διαπραγματεύσεις με πολύ λίγα χρήματα, διαπραγματεύτηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα και δεν επένδυσε σωστά. «Εάν για παράδειγμα το Moderna ήταν ένα γαλλικό εμβόλιο, τότε θα είχαμε παραγγείλει περισσότερα».
Ήδη προ ημερών ο -γιατρός στο επάγγελμα- Σοσιαλδημοκράτης πολιτικός είχε αποκαλύψει ότι στις διαπραγματεύσεις των Ευρωπαίων με τις φαρμακευτικές εταιρείες έπαιξαν σημαντικό ρόλο και οι εθνικοί εγωισμοί. «Οι Γάλλοι φρόντισαν ώστε να μην αγοραστεί πολύ γερμανικό εμβόλιο σε σχέση με το γαλλικό (σσ. Sanofi)», είπε ο Λάουτερμπαχ σε εκπομπή της γερμανικής δημόσιας τηλεόρασης (Hart aber Fair). Δημοσιογράφος του Spiegel που συμμετείχε στο ίδιο τηλεοπτικό πάνελ αναφέρθηκε επίσης σε «διαπραγματευτικούς κύκλους» που φέρονται να επιβεβαιώνουν τη γαλλική τακτική. Την επομένη, δημοσίευμα της Bild τόνιζε ότι «η Γαλλία απέτρεψε περισσότερα γερμανικά εμβόλια».
Τις αιτιάσεις αυτές απέρριψε κατηγορηματικά ο γάλλος υφυπουργός αρμόδιος για Ευρωπαϊκά Θέματα Κλεμάν Μπον, τονίζοντας στην Welt ότι «συμφωνήσαμε σε μια συλλογική στρατηγική. Τα γερμανικά εργαστήρια δεν έτυχαν δυσμενούς αντιμετώπισης, κάθε άλλο». Η ΕΕ παρήγγειλε 700 εκατομμύρια εμβόλια από γερμανικές εταιρίες, «περισσότερα δηλαδή απ΄ ότι από τη Sanofi», όπως είπε.
Πού οφείλεται η βραδύτητα στους εμβολιασμούς;
Σύμφωνα με στοιχεία του επιδημιολογικού Ινστιτούτου Ρόμπερτ Κοχ, μέχρι το μεσημέρι της Τρίτης είχαν γίνει στη Γερμανία 316.000 εμβολιασμοί. Ο αριθμός αυτός αντιστοιχεί μόλις στο ένα τέταρτο περίπου των διαθέσιμων εμβολίων (1,3 εκατ.). «Με δεδομένη την απόφαση να ξεκινήσουμε τους εμβολιασμούς από τα γηροκομεία, ήταν σαφές ότι ξεκινάμε με αργούς ρυθμούς αφού σε αυτά επιστρατεύουμε κινητές μονάδες, με τις διαδικασίες να είναι πιο σύνθετες απ΄ ότι στα εμβολιαστικά κέντρα», εξήγησε ο γερμανός υπ. Υγείας στην Rheinische Post.
Ένας ακόμη λόγος για το ό,τι έχει γίνει πολύ μικρός αριθμός εμβολιασμών σε σχέση με τη διαθεσιμότητα είναι πως δεδομένου ότι η πλήρης αποτελεσματικότητα επιτυγχάνεται μετά από δυο εμβολιασμούς, οι υγειονομικές αρχές παρακρατούν μια πρόσθετη δόση για κάθε εμβολιασμένο, προκειμένου να διασφαλιστεί η συνέχεια.
Τα ίδια τα κρατίδια πάντως που είναι επιφορτισμένα με τους εμβολιασμούς, αποδίδουν τους χαμηλούς ρυθμούς στην ελλειπή διαθεσιμότητα εμβολίων. Στο Βερολίνο για παράδειγμα και πέρα από τις 60 κινητές μονάδες, έχει τεθεί σε λειτουργία μόλις ένα από τα συνολικά έξι εμβολιαστικά κέντρα επειδή δεν υπάρχουν επαρκή εμβόλια. Επιπλέον σε αυτά έχουν προσκληθεί καταρχάς οι πολίτες άνω των 90 ετών. Παρόμοια είναι η εικόνα και στη Βαυαρία. Μολονότι υπάρχουν υποδομές για 38.000 εμβολιασμούς την ημέρα, έχουν γίνει μέχρι στιγμής συνολικά μόλις 66.000.
Νέο εργοστάσιο της Biontech
Προκειμένου να μπορούν να αξιοποιηθούν τα εμβόλια για μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων οι γερμανικές αρχές εξετάζουν το ενδεχόμενο επιμήκυνσης του χρονικού διαστήματος μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης δόσης. Βάσει της σχετικής έγκρισης, το διάστημα που μεσολαβεί δεν πρέπει να ξεπερνά τις 42 μέρες. Το γερμανικό υπουργείο Υγείας έχει ζητήσει ήδη από τον αρμόδιο εθνικό φορέα να τοποθετηθεί επί του ερωτήματος.
Η γερμανική Biontech από την πλευρά της επιδιώκει τον άμεσο διπλασιασμό της παραγωγής. Στο πλαίσιο αυτό κατασκευάζεται ήδη νέο εργοστάσιο παρασκευής εμβολίων στο Μάρμπουργκ. Η νέα μονάδα παραγωγής αναμένεται να τεθεί σε λειτουργία ήδη εντός Φεβρουαρίου.
Συνολικά η Γερμανία αναμένεται να λάβει 55,8 εκατομμύρια δόσεις από την ευρωπαϊκή παραγγελία ενώ σε εθνικό επίπεδο διασφάλισε άλλα 30 εκατομμύρια. Σύμφωνα με το υπουργείο Υγείας, μαζί με τα εμβόλια της Moderna, η χώρα θα έχει στη διάθεσή της το 2021 συνολικά 136,3 εκατομμύρια δόσεις. Σε αυτά δεν περιλαμβάνονται οι παραγγελίες εμβολίων που δεν έχουν εγκριθεί ακόμη, όπως της επίσης γερμανικής CureVac, της AstraZeneca και της Johnson&Johnson.
Πηγή: Deutsche Welle