Η μη κυβερνητική οργάνωση Διεθνής Αμνηστία, καταγγέλλει πως οι αρχές της Ρωσίας φιμώνουν τους δημοσιογράφους και τους υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που προσπαθούν να καλύψουν τις αντιπολεμικές διαδηλώσεις στη χώρα.
«Μπορούμε να δούμε ότι οι ρωσικές αρχές βάλθηκαν όχι μόνο να προλαμβάνουν και να ποινικοποιούν σκληρά κάθε διαδήλωση, όσο ειρηνική κι αν είναι, αλλά και να ελαχιστοποιούν την ενημέρωση του κοινού για αυτή», τόνισε η Νατάλια Πριλούτσκαγια, ερευνήτρια της Διεθνούς Αμνηστίας για τη Ρωσία, σύμφωνα με δελτίο Τύπου που δημοσιοποίησε η ΜΚΟ χθες Τετάρτη.
Η οργάνωση επικρίνει τη Μόσχα για την ολοένα πιο αυστηρή περιστολή των ελευθεριών των μέσων ενημέρωσης και των ακτιβιστών αφότου ανέλαβε την εξουσία ο Βλαντίμιρ Πούτιν, εν έτει 2000.
Κλιμάκωση «αντιποίνων» κατά ακτιβιστών και δημοσιογράφων μετά την ρωσική εισβολή
Ωστόσο, οι ενέργειες «αντιποίνων» εναντίον ακτιβιστών και εργαζομένων σε ΜΜΕ «κλιμακώθηκαν περαιτέρω μετά την έναρξη της πλήρους εισβολής στην Ουκρανία» από τον ρωσικό στρατό, την 24η Φεβρουαρίου.
Πέρα από την αυξανόμενη βία της αστυνομίας εναντίον δημοσιογράφων και ανεξάρτητων παρατηρητών, νέοι νομικοί περιορισμοί «εμποδίζουν τους δημοσιογράφους» και άλλους «να ενημερώνουν την κοινή γνώμη για τις διαδηλώσεις», σύμφωνα με την κυρία Πριλούτσκαγια.
Αμφιλεγόμενος ρωσικός νόμος με βαριές ποινές κατά δημοσιογράφων
Λίγο καιρό μετά την στρατιωτική εισβολή στην ουκρανική επικράτεια, στη Ρωσία υιοθετήθηκε νέος, εξαιρετικά αμφιλεγόμενος νόμος ο οποίος προβλέπει βαριές ποινές για δημοσιογράφους και ΜΜΕ που «διασπείρουν ψευδείς πληροφορίες για τις ένοπλες δυνάμεις».
Οι αόριστες διατυπώσεις του νόμου αυτού επιτρέπουν να καταστέλλεται κάθε κάλυψη που δεν συμμορφώνεται προς την επίσημη γραμμή του Κρεμλίνου για τη σύρραξη στη Ουκρανία. Η Μόσχα συνεχίζει ακόμη να αναφέρεται στον πόλεμο, που σήμερα κλείνει εννιά μήνες, με τον όρο «ειδική στρατιωτική επιχείρηση».