Το Διεθνές Δικαστήριο του ΟΗΕ απέρριψε το αίτημα του Ιράν που ζητούσε να αποδεσμευτούν περίπου 2 δις δολάρια που ανήκουν στην Κεντρική Τράπεζα της χώρας και έχουν «παγώσει» από τις ΗΠΑ, σε αντίποινα για φερόμενες τρομοκρατικές επιθέσεις.
Το ανώτατο δικαστικό όργανο του ΟΗΕ, που εδρεύει στη Χάγη, εκτίμησε ότι δεν έχει δικαιοδοσία σε αυτήν την υπόθεση. Ταυτόχρονα όμως έκρινε ότι η Ουάσινγκτον «καταπάτησε» τα δικαιώματα ιρανικών εταιρειών και πολιτών, παγώνοντας τα δικά τους περιουσιακά στοιχεία.
Τόσο οι ΗΠΑ όσο και το Ιράν χαιρέτισαν την απόφαση, θεωρώντας ότι δικαιώθηκαν και οι δύο.
Το Ιράν υποστηρίζει ότι η κατάσχεση πόρων της Κεντρικής του Τράπεζας είναι παράνομη
Η απόφαση του ΔΔ «δείχνει για άλλη μια φορά τη νομιμότητα των απαιτήσεων της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν και την παράνομη συμπεριφορά των ΗΠΑ» ανέφερε στην ανακοίνωσή του το ιρανικό υπουργείο Εξωτερικών.
«Πρόκειται για μια μεγάλη νίκη για τις ΗΠΑ και τα θύματα τρομοκρατίας την οποία υποστηρίζει το ιρανικό κράτος» είπε από την πλευρά του ο Ριτς Βίσεκ, ο ασκών χρέη νομικού συμβούλου του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, ο οποίος ήταν παρών στη Χάγη.
Το 2016 η αμερικανική δικαιοσύνη έκρινε ότι οι πόροι που κατασχέθηκαν θα χρησιμοποιούνταν για να αποζημιωθούν οι Αμερικανοί που έπεσαν θύματα τρομοκρατικών επιθέσεων οι οποίες υποστηρίχθηκαν ή υποκινήθηκαν από την Ισλαμική Δημοκρατία. Η Ουάσινγκτον αναφερόταν στον θάνατο 241 Αμερικανών στρατιωτών οι οποίοι σκοτώθηκαν στις 23 Οκτωβρίου 1983, σε δύο επιθέσεις αυτοκτονίας εναντίον των αμερικανικών και γαλλικών δυνάμεων της Πολυεθνικής Δύναμης Ασφαλείας, στη Βηρυτό.
Η Τεχεράνη αρνείται κάθε ευθύνη για αυτές τις επιθέσεις και επιμένει ότι η κατάσχεση των πόρων της Κεντρικής Τράπεζας είναι παράνομη.
«Το Δικαστήριο, με ψήφους δέκα υπέρ έναντι 5 κατά, έκανε δεκτή την ένσταση αναρμοδιότητας που κατέθεσαν οι ΗΠΑ» είπε ο δικαστής Κίριλ Γκεβοργκιάν.
Από το 2016 προσπαθεί το Ιράν να ανακτήσει τα χρήματα
Οι αντιπροσωπείες του Ιράν και των ΗΠΑ αρνήθηκαν να σχολιάσουν την απόφαση μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίες ενώπιον του ΔΔ. Το Δικαστήριο αυτό ιδρύθηκε μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο για να αποφαίνεται επί των διαφορών μεταξύ των χωρών μελών του ΟΗΕ.
Το Ιράν προσέφυγε στο ΔΔ το 2016, με το σκεπτικό ότι τα χρήματα αυτά ήταν κρίσιμης σημασίας για τη χώρα, η οποία αντιμετωπίζει σοβαρές οικονομικές δυσκολίες λόγω των κυρώσεων που της επέβαλε η Δύση με αφορμή το πυρηνικό πρόγραμμά της. Το Ιράν είχε επικαλεστεί μια διμερή συνθήκη που υπέγραψε η Τεχεράνη με την Ουάσινγκτον το 1955, δεκαετίες πριν από την ισλαμική επανάσταση του 1979, με την οποία ανατράπηκε ο φιλοαμερικανός Σάχης και διακόπηκαν οι διπλωματικές σχέσεις των δύο χωρών.
Το 2018, λίγο μετά την αποχώρησή της από τη διεθνή συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν (JPCOA), η Ουάσινγκτον ανακοίνωσε επίσης ότι αποσύρεται και επισήμως από τη συνθήκη του 1955.
Το Ιράν ζητούσε να του επιστραφούν 1,75 δισεκ. δολάρια που ανήκουν στην Κεντρική Τράπεζα (Bank Markazi), συν τους νόμιμους τόκους, καθώς και οι πόροι που ανήκουν σε πολίτες και σε ιρανικές επιχειρήσεις. Το ΔΔ όμως αποφάνθηκε ότι η Κεντρική Τράπεζα δεν θεωρείται επιχείρηση, σε αντίθεση με όσα υποστήριζε η Τεχεράνη, και ότι μόνο οι εταιρείες προστατεύονται από τη συνθήκη του 1955. Παράλληλα, θεωρεί ότι η Ουάσινγκτον δεν τήρησε τις υποχρεώσεις της που απορρέουν από αυτήν τη συνθήκη και κατά συνέπεια «το Ιράν δικαιούται αποζημίωση για τη ζημία που υπέστη».
Το ΔΔ έδωσε στις δύο χώρες διορία 24 μηνών ώστε να συμφωνήσουν για το πώς θα αποζημιωθούν οι εταιρείες και οι ιδιώτες.
Οι αποφάσεις του ΔΔ είναι δεσμευτικές και δεν επιδέχονται έφεσης. Ωστόσο, το Δικαστήριο δεν έχει κανένα τρόπο να τις επιβάλει. Εάν μια χώρα δεν εφαρμόσει μια απόφαση, η άλλη μπορεί να στραφεί στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ.