Λόγω της έντασης με τη Ρωσία, η κυβέρνηση της Δανίας θέλει να ενταχθεί στην αμυντική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Για αυτό το λόγο, θα οργανώσει δημοψήφισμα την 1η Ιουνίου, όπως ανακοίνωσε σήμερα η πρωθυπουργός.
«Ελπίζουμε ότι όλοι οι Δανοί θα στηρίξουν» την άρση αυτής της εξαίρεσης που είχε χορηγηθεί στη Δανία ώστε να μην ακολουθεί την πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε ό,τι αφορά τα στρατιωτικά θέματα, είπε η Μέτε Φρεντέρικσεν.
«Οι ιστορικές εποχές απαιτούν ιστορικές αποφάσεις», πρόσθεσε στη συνέντευξη Τύπου η πρωθυπουργός, εξηγώντας τους λόγους που οδήγησαν την κυβέρνησή της να αποφασίσει ότι θα εγκαταλείψει αυτήν την «επιλογή μη συμμετοχής» της Δανίας, που ισχύει εδώ και 30 χρόνια.
Το δημοψήφισμα εντάσσεται στο πλαίσιο της συμφωνίας στην οποία κατέληξαν σήμερα τα περισσότερα κόμματα που εκπροσωπούνται στο Κοινοβούλιο. Η συμφωνία προβλέπει επίσης την αύξηση των αμυντικών δαπανών, που θα φτάσουν το 2% του ΑΕΠ (όπως είναι ο στόχος του ΝΑΤΟ) μέχρι το 2033.
Για τα δύο επόμενα χρόνια η κυβέρνηση αποφάσισε να αποδεσμεύσει 7 δισεκ. κορώνες (περίπου 940 εκατομμύρια ευρώ) για πρόσθετες αμυντικές δαπάνες. Στην απόφαση αυτή, έπαιξε ρόλο και η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία.
Μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, η Δανία θέλει να απεξαρτηθεί από το φυσικό της αέριο
Η Κοπεγχάγη σκοπεύει επίσης να απεξαρτηθεί από το ρωσικό φυσικό αέριο «το συντομότερο δυνατόν», είπε η πρωθυπουργός. Το δημοψήφισμα του Ιουνίου θα είναι το ένατο για τους Δανούς ψηφοφόρους για θέματα που αφορούν τις σχέσεις της χώρας τους με την ΕΕ, από το 1972.
Αφού οι ψηφοφόροι απέρριψαν τη συνθήκη του Μάαστριχτ, τον Ιούνιο του 1992, η Κοπεγχάγη πέτυχε να εξαιρεθεί από ορισμένους τομείς, όπως από το ενιαίο νόμισμα.
Έτσι, η Δανία δεν συμμετέχει πλήρως στην υλοποίηση ορισμένων μέτρων που αφορούν τη δικαιοσύνη και τις εσωτερικές υποθέσεις. Η κυβέρνηση οργάνωσε κατόπιν νέο δημοψήφισμα και αυτή τη φορά οι ψηφοφόροι ενέκριναν τη συνθήκη. Οι εξαιρέσεις είναι δυνατόν να αρθούν, πάντα μέσω δημοψηφίσματος.
Τον Δεκέμβριο του 2015 οι Δανοί απέρριψαν και πάλι την ενίσχυση της συνεργασίας τους με την ΕΕ όσον αφορά την αστυνόμευση και την ασφάλεια, καθώς φοβούνταν ότι θα έχαναν το δικαίωμά τους να αποφασίζουν μόνοι τους για θέματα που αφορούν τη μετανάστευση.