Πλάτες στον Άρμιν Λάσετ στην κούρσα για το χρίσμα της συντηρητικής παράταξης στη Γερμανία για την καγκελαρία βάζει το προεδρείο του CDU της Άνγκελα Μέρκελ.
Η ηγετική ομάδα των Χριστιανοδημοκρατών στήριξε ομόφωνα τον Λάσετ στην πολυαναμενόμενη συνάντηση σήμερα στο Βερολίνο, όπως ανακοίνωσε ο πρωθυπουργός του κρατιδίου της Έσσης, Φόλκερ Μπουφιέ σε μια απόφαση που δημιουργεί σκηνικό πιθανής σύγκρουσης με το αδελφό κόμμα των Χριστιανοκοινωνιστών της Βαυαρίας, ο ηγέτης των οποίων Μάρκους Ζέντερ έχει εκφράσει την επιθυμία να διαδεχθεί την Μέρκελ.
Η ηγεσία του CSU θα συνεδριάσει αργότερα σήμερα και στη συνέχεια ο Ζέντερ θα παραχωρήσει συνέντευξη Τύπου στο Μόναχο. Γερμανικά και διεθνή ΜΜΕ σχολιάζουν ότι η ανάθεση του χρίσματος των CDU / CSU στον Λάσετ ίσως αποδειχθεί ριψοκίνδυνη κίνηση, αφού στις δημοσκοπήσεις ο Ζέντερ εμφανίζεται δημοφιλέστερος και πιθανώς θα προσήλκυε περισσότερους ψήφους για το στρατόπεδο των συντηρητικών στις ομοσπονδιακές εκλογές του Σεπτεμβρίου.
Τα επόμενα βήματα στην κούρσα διαδοχής της Μέρκελ στην καγκελαρία
Τα δύο κόμματα της Ένωσης, CDU και CSU παραδοσιακά κατεβαίνουν με έναν κοινό υποψήφιο κι η συμμαχία τους αποτελεί πυλώνα σταθερότητας στη γερμανική πολιτική σκηνή μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αν το CSU αρνηθεί να υποστηρίξει την υποψηφιότητα του Λάσετ, τότε η κοινή ΚΟ των 245 βουλευτών των δύο κομμάτων θα κληθεί ενδεχομένως να δώσει τη λύση τα επόμενα 24ωρα.
Σε περίπτωση που τελικά εξασφαλίσει το χρίσμα της παράταξης, η οποία εξακολουθεί, παρά την πτώση της, να προηγείται στις δημοσκοπήσεις, ο Λάσετ θα έχει μια καλή ευκαιρία να παραλάβει το τιμόνι της μεγαλύτερης οικονομίας της Ευρώπης μετά από 16 συναπτά έτη από την «αιώνια καγκελάριο» Μέρκελ. Αλλά αν τα καταφέρει θα παραλάβει και μια σειρά μεγάλυ προκλήσεων, από τη διαχείριση των επιπτώσεων της πανδημίας του κορωνοϊού, μέχρι τη διαμόρφωση των σχέσεων της Γερμανίας με τους ευρωπαίους και νατοϊκούς εταίρους, την αντιμετώπιση των απειλών από την Κίνα και τη Ρωσία και τη διαχείριση της μετάβασης σε πράσινες τεχνολογίες.
Ο επικεφαλής της ΚΟ των CDU/CSU Ραλφ Μπρίνκχαους είπε σήμερα στο πρώτο δίκτυο της γερμανικής κρατικής τηλεόρασης ότι θα ήθελε να ληφθεί η τελική απόφαση για τον υποψήφιο καγκελάριο της παράταξης εντός της εβδομάδας, ώστε να μπορέσουν οι Χριστιανοδημοκράτες να εστιάσουν στην προεκλογική τους καμπάνια. Ο υπουργός Οικονομικών της χώρας και στενός σύμμαχος της Μέρκελ, Πέτερ Αλτμάιερ, άφησε, όμως, να εννοηθεί ότι η διαδικασία μπορεί να κρατήσει λίγο περισσότερο, αφού ο ίδιος προσβλέπει «σε μια πραγματικά καλή λύση μέσα στις επόμενες οκτώ με δέκα ημέρες». «Θέλουμε να ληφθούν γρήγορα οι αποφάσεις γιατί υπάρχουν πάρα πολλά προβλήματα προς επίλυση από τον κορωνοϊό μέχρι την κατάσταση της παγκόσμιας οικονομίας», είπε στο δίκτυο n-tv.
Ο Ζέντερ, που ανακοίνωσε χθες επισήμως την υποψηφιότητά του, ποντάρει στο χαρτί της μεγαλύτερης δημοτικότητάς του έναντι του Λάσετ, τονίζοντας ότι είναι σημαντικό ο υποψήφιος της παράταξης να διαθέτει ευρεία στήριξη όχι μόνον από τα μέλη του κόμματος αλλά και από την κοινή γνώμη. Μέχρι στιγμής η Μέρκελ δεν έχει πάρει θέση, αν και ο Λάσετ προέρχεται από το CDU. Aν και η καγκελάριος είχε συγκρουστεί στη διάρκεια της προσφυγικής κρίσης του 2015 με τον πρωθυπουργό της Βαυαρίας, ο Ζέντερ τη στήριξε στην προσπάθειά της για την επιβολή αυστηρότερων περιοριστικών μέτρων για την ανάσχεση της πανδημίας, ενώ η Μέρκελ άσκησε κριτική στον Λάσετ για τη χαλαρή αντίδρασή του στη Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία, παρά την αύξηση των κρουσμάτων.
Στις τελευταίες πανεθνικές δημοσκοπήσεις CDU/CSU εξασφαλίζουν ποσοστό μεταξύ 26% και 28% από σχεδόν 33% στις τελευταίες ομοσπονδιακές εκλογές το 2017. Οι συγκυβερνώντες Σοσιαλδημοκράτες υποχωρούν επίσης, την ώρα που οι Πράσινοι εκτοξεύονται από το 8,9% το 2017 στο 23% αυξάνοντας έτσι τις πιθανότητές τους να είναι οι επόμενοι εταίροι στην κυβερνητική συμμαχία που θα προκύψει μετεκλογικά. Οι δημοσκοπήσεις ευνοούν μεν τον Ζέντερ, αλλά όχι και η Ιστορία, αφού μόνον δύο υποψήφιοι του CSU - Φραντς Γιόζεφ Στράφους και ο Έντμουντ Στόιμπερ – είχαν πάρει μεταπολεμικά το χρίσμα της παράταξης για την καγκελαρία και αμφότεροι έχασαν στις εκλογές, αφού δεν κατάφεραν να πείσουν αρκετούς ψηφοφόρους ότι θα προτάξουν τα συμφέροντα ολόκληρης της Γερμανίας από εκείνα της πλούσιας Βαυαρίας.