Εικόνα εγκατάλειψης παρουσιάζουν αίθουσες του Βρετανικού Μουσείου που φιλοξενούν ελληνικές, ρωμαϊκές και ασυρριακές αρχαιότητες σύμφωνα με το Artnews.
«Οι απαρχαιωμένες υποδομές σε αυτές τις αίθουσες, στις οποίες περιλαμβάνεται η γκαλερί με τα Μάρμαρα του Παρθενώνα, καταρρέουν. Οι οροφές στάζουν νερό, ο κλιματισμός δεν λειτουργεί, οι μπογιές ξεφλουδίζουν και τα πλακάκια δαπέδου έχουν ραγίσει. Δύο αίθουσες που γειτνιάζουν, η μία με ελληνικά και ρωμαϊκά γλυπτά (Gallery 23) και η άλλη με αριστουργήματα της ασσυριακής τέχνης (Gallery 8), είναι τώρα εκτεθειμένες στα στοιχεία της Φύσης, καθώς προστατεύονται μόνον από ένα λεπτό φύλλο υλικού απλωμένο πάνω από τους μεγάλους φεγγίτες στην οροφή για να καλύψει το άνοιγμα, που θα έπρεπε να καλύπτουν τα ενισχυμένα γυάλινα πάνελ», σημειώνει ο ιστότοπος Τέχνης θυμίζοντας ότι δεν είναι η πρώτη φορά που εντοπίζονται τέτοια προβλήματα στο Βρετανικό Μουσείο.
Σε αυτοψία που διενήργησε η Κριστίνα Ρουίζ, συντάκτρια του άρθρου, στο Βρετανικό μουσείο στις 23 Ιανουαρίου, όταν η Βρετανία ήταν στο έλεος σφοδρής κακοκαιρίας, διαπίστωσε ότι οι άνεμοι και η βροχή τίναζαν τα φύλλα αυτά που κάλυπταν τις οροφές των αιθουσών, ενώ ειδικά στην αίθουσα 8, που φιλοξενεί αρχαιότητες από το παλάτι του Ασσύριου βασιλιά στη Νεμρώδ του σημερινού Ιράκ, το φύλλο ήταν σκισμένο και διακρινόταν ξεκάθαρα ο ουρανός.
Το δημοσίευμα σημειώνει ότι οι υπεύθυνοι του Βρετανικού Μουσείου λόγω της αποτυχίας του συστήματος κλιματισμού τοποθέτησαν μεγάλα θερμαντικά σώματα για τον έλεγχο της θερμοκρασίας τόσο στην αίθουσα 8 όσο και σε εκείνη, όπου εκτίθενται τα Μάρμαρα του Παρθενώνα. Και αναφέρει ότι οι αίθουσες αυτές βρίσκονται στη δυτική πτέρυγα του Βρετανικού Μουσείου, που είναι και η αρχαιότερη του κτιρίου καθώς χρονολογείται από τον 19ο αιώνα.
Απαντώντας σε σχετική ερώτηση του ιστότοπου Τέχνης εκπρόσωπος του Βρετανικού Μουσείου είπε ότι θα τοποθετηθούν νέα γυάλινα πάνελ στις αίθουσες, όταν ξεκινήσει η εκτιμώμενου κόστους ενός εκατ. λιρών ανακαίνιση της εν λόγω πτέρυγας, που σύμφωνα με το Artnews προγραμματίζεται για τα τέλη του 2024 ή τις αρχές του επόμενου έτους. «Το ερώτημα», σχολιάζει το δημοσίευμα, «είναι αν θα αντέξουν άλλον ένα χρόνο οι απηρχαιωμένες υποδομές στις αίθουσες αυτές μέχρι την πλήρη αναβάθμισή τους».