Καθώς οι στρατιωτικές ανατροπές στην Ουκρανία πλήτττουν ακόμη περισσότερο τη νομιμότητα του πολέμου εκτός Ρωσίας, ο Βλαντίμιρ Πούτιν έρχεται αντιμέτωπος με έναν όλο και πιο σκοτεινό δρόμο και πιο δραστικές επιλογές, προκειμένου να διατηρήσει την εξουσία.
Τα ουκρανικά στρατεύματα διαρρηγνύουν τη ρωσική άμυνα σε όλο το μέτωπο και μόνον οι μισθοφόροι της Ομάδας Wagner συνεχίζουν μια μικρής κλίμακας επιθετική επιχείρηση στην περιοχή του Ντόνετσκ, έτσι η πρωτοβουλία στον ρωσο-ουκρανικό πόλεμο βρίσκεται σταθερά στα χέρια του αμυνόμενου και όχι του εισβολέα.
Αν και αυτό μπορεί να αλλάξει, είναι μια καλή στιγμή να εξετάσουμε εάν ο άνθρωπος που έφερε τη Ρωσία σε αυτό το χάος διατηρεί οποιαδήποτε νομιμότητα -εγχώρια ή διεθνώς. Για να το πούμε ακόμη πιο ωμά, ποιος, αν υπάρχει κάποιος, χρειάζεται έναν αδύναμο Βλαντίμιρ Πούτιν;
Η εξέλιξη του Πούτιν από αρχιτέκτονα της διαφθοράς σε απόλυτο δικτάτορα
Όπως επισημαίνει το πρακτορείο Bloomberg, η ανέλιξη του Πούτιν στην εξουσία εξελίχθηκε σημαντικά κατά τη διάρκεια των σχεδόν 22 ετών στα κορυφαία αξιώματα του Κρεμλίνου.
Το 2000 ήταν ο επιλεγμένος διάδοχος του προέδρου Μπόρις Γέλτσιν, και στη συνέχεια εξελέγη πρόεδρος σε μια ψηφοφορία που, αν και δεν διεξήχθη χωρίς προβλήματα, αντανακλούσε τη βούληση των Ρώσων ψηφοφόρων. Μέχρι το τέλος των πρώτων οκτώ ετών της διακυβέρνησής του, ήταν ο αρχιτέκτονας μιας μαστιζόμενης από τη διαφθορά, αλλά σε γενικές γραμμές επωφελούς οικονομικής ανόδου.
Επειδή οι Ρώσοι τού πίστωσαν αυτή τη βελτίωση, δεν τους ένοιαζε καθόλου η διάβρωση της εκλογικής δημοκρατίας καθώς εδραιωνόταν στην εξουσία. Μετά το διάλειμμα της προεδρίας του Ντμίτρι Μεντβέντεφ, προσπάθησε για λίγο να βρει μια νέα πηγή νομιμότητας, μέχρι που προχώρησε στην προσάρτηση της Κριμαίας, ένα γεγονός που ενέπνευσε τόσο τη μεγάλη πλειοψηφία των Ρώσων που ακόμη και η σκληρή μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος τέσσερα χρόνια αργότερα δεν κατάφερε να μειώσει σημαντικά τη δημοτικότητά του.
Ο Πούτιν μπήκε στην εποχή της πανδημίας της Covid-19 έχοντας εξασφαλίσει ένα κύμα υποστήριξης για την Κριμαία, ενώ βασιζόταν όλο και περισσότερο σε έναν διογκωμένο, καλά τροφοδοτημένο μηχανισμό ασφαλείας -ένας απόλυτος δικτάτορας πλέον, με τις εκλογές να αποτελούν... αστείο και όλα τα μεγάλα ζητήματα, και πολλά δευτερεύοντα, να απαιτούν την προσωπική του παρέμβαση.
Η πανδημία, όταν οι περισσότεροι επισκέπτες έπρεπε να μπουν σε καραντίνα για εβδομάδες πριν γίνουν δεκτοί από τον Πούτιν, φαίνεται να συρρίκνωσε το έμπιστο περιβάλλον του σε μια χούφτα ανθρώπων.
Οι ασταθείς πολιτικές του Κρεμλίνου μετέτρεψαν τη Ρωσία σε ένα από τα μεγαλύτερα θύματα της Covid-19, και μόνον η ασθένεια και η αυξανόμενη καταπίεση εμπόδισαν τους Ρώσους να ζητήσουν περισσότερα.
Μέχρι τότε, η νομιμότητα του Πούτιν βασιζόταν στη γενική εντύπωση της αήττητης, ασυναγώνιστης δύναμης, υποστηριζόμενης από μια στρατιωτική επιτυχία στη Συρία και την «παράδοση» της εγχώριας αντιπολίτευσης.
Η επιλογή της Ουκρανίας για δεύτερη επίδειξη δύναμης σήμανε την αντίστροφη μέτρηση για τη φήμη του Πούτιν
Όπως και σε κάθε μεγάλη πόλη, όμως, από την Αγία Πετρούπολη μέχρι το Σάο Πάολο, η φήμη ενός ισχυρού άνδρα ως αρχηγού μιας χώρας χρειάζεται συνεχή ενίσχυση με περαιτέρω κατορθώματα δύναμης.
Για τη συνέχεια, λοιπόν, ο Πούτιν επέλεξε ξανά την Ουκρανία, ξεκινώντας αυτό που ξεκάθαρα πίστευε ότι θα ήταν ένας «κεραυνοβόλος πόλεμος», που θα τελειώσει με την ταχεία πτώση του Κιέβου και την προσάρτηση μιας μεγάλης έκτασης ουκρανικού εδάφους.
Παρόλο που η έκβαση του πολέμου απέχει πολύ από την τελική της εικόνα, αυτή η επίδειξη δύναμης απέτυχε θεαματικά. Η Ρωσία αποκάλυψε ότι είναι ευάλωτη στρατιωτικά μετά από χρόνια ψευτοπαλικαρισμών, που εξαπάτησαν ακόμη και τους ειδικούς.
Η αδυναμία της Ρωσίας δεν έχει περάσει απαρατήρητη από τους ξένους ηγέτες, τους άλλοτε προσεκτικούς δυτικούς αντιπάλους, που στέλνουν όλο και πιο θανατηφόρα όπλα στην Ουκρανία, έως και τους γείτονες, όπως ο ηγέτης του Αζερμπαϊτζάν Ilham Aliyev, ο οποίος φαίνεται να βλέπει μια νέα ευκαιρία να βελτιώσει τη θέση της χώρας του στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ, ενώ ο Πούτιν βαλτώνει στην Ουκρανία.
Επιπλέον, ο Ρώσος πρόεδρος ήλπιζε σε πιο ενεργή υποστήριξη από την Κίνα, αλλά δεν λαμβάνει τίποτα πέρα από αγορά ενέργειας σε χαμηλότερες τιμές. Αν κέρδιζε, η Κίνα θα ήταν αναμφίβολα πιο ένθερμη στην υποστήριξή της.
Το εγχώριο κοινό, επίσης, φαίνεται να απορρίπτει τις ψευδαισθήσεις του Πούτιν για το μεγαλείο της Ρωσίας, ανεξάρτητα από το τι θα μπορούσε να πει κανείς για την αποτελεσματικότητα της προπαγάνδας του.
Τα φερέφωνα των μέσων ενημέρωσης, Βλαντιμίρ Σολοβίοφ και Μαργαρίτα Σιμονιάν, δεν κατέχουν πλέον το αφήγημα της ρωσικής κυβέρνησης.
Ακόμη και στην κρατική τηλεόραση, για να μην αναφέρουμε τα κανάλια του Telegram με εκατοντάδες χιλιάδες αναγνώστες, οι ήττες της Ρωσίας προκαλούν μεγάλη πικρία και πληγώνουν.
Οι σκληροπυρηνικοί προπαγανδιστές φαίνονται χαμένοι, μερικές φορές εντελώς παράξενοι, με τη Σιμονιάν να καταφεύγει σε συναισθηματικές αναμνήσεις και ποίηση και τον Σολοβίοφ να εμφανίζεται στον αέρα με μώλωπες και γρατσουνιές στο πρόσωπό του.
Ο ίδιος ο Πούτιν, διατηρώντας πεισματικά ένα πρόγραμμα συναντήσεων που δεν έχει καμία σχέση με το μείζον ουκρανικό ζήτημα, μοιάζει με κάτοικο του «Pink Pony Planet», όπως αποκαλεί ο ακροδεξιός σχολιαστής Igor Girkin (Strelkov) το μακρινό βασίλειο της ρωσικής ελίτ.
Μόνον ο φόβος σε εσωτερικό και εξωτερικό μπορεί να στηρίξει τον Πούτιν, αν χάσει τον πόλεμο στην Ουκρανία
Και τι γίνεται με τη μηχανή καταστολής του Πούτιν, την περίφημη εγχώρια υπηρεσία πληροφοριών του FSB, και την αστυνομία της Rosgvardia με τα περισσότερα από 300.000 άτομα;
Παρά το εκτεταμένο δίκτυό της, η πρώτη απέτυχε να προβλέψει τη σκληρή αντίσταση της Ουκρανίας. Αντίστοιχα, ένα μεγάλο μέρος της τελευταίας στάλθηκε πέρα από τα σύνορα, αρχικά για να αστυνομεύσει τα κατακτημένα εδάφη, αλλά κατέληξε στα χαρακώματα του πολέμου, κάτι για το οποίο το προσωπικό της δεν εκπαιδεύτηκε ποτέ. Το αν θα επιστρέψουν από τον πόλεμο με οποιοδήποτε σεβασμό για τον Πούτιν είναι αμφίβολο.
Ακόμη και ο πιστός υπηρέτης του δικτάτορα, ο ηγέτης της Τσετσενίας Ραμζάν Καντίροφ, του οποίου η μαχητική δύναμη στην Ουκρανία είναι μέρος της Rosgvardia, αμφισβήτησε τον σχεδιασμό της ρωσικής εκστρατείας, αν όχι ακόμα και την ηγεσία και τον καθορισμό στόχων του Πούτιν.
Εάν έναν ισχυρό Πούτιν τον ανέχονταν ευρέως και συχνά τον κατεύναζαν και στην ίδια τη Ρωσία τον φοβούνταν και τον υπάκουαν, ποια θα μπορούσε να είναι η βάση της δύναμης ενός αδύναμου Πούτιν; Σίγουρα όχι η συμπάθεια: είναι γνωστό ότι οι Ρώσοι δεν σέβονται τους αδύναμους ηγέτες -μάρτυρας η πολιτική μοίρα του τελευταίου Σοβιετικού προέδρου, Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, και πολλών Ρώσων τσάρων πριν από αυτόν.
Μια λαϊκή επανάσταση, τύπου Ουκρανίας, στη Ρωσία είναι απίθανη, ακόμα κι αν οι δυτικές κυρώσεις αρχίσουν να προκαλούν σοβαρά πλήγματα: Οι νέοι ηγέτες που χρειάζονται για κάτι τέτοιο δεν θα αναδυθούν σε μια νύχτα από την πλήρως εκκαθαρισμένη κοινωνία των πολιτών της Ρωσίας. Αλλά μπορούμε τουλάχιστον να περιμένουμε τη λαϊκή αδιαφορία απέναντι στην αλλαγή από πάνω προς τα κάτω.
Παρά τα φαινόμενα, δεν υπάρχει αδιαμφισβήτητη πλειοψηφία υπέρ του Πούτιν, σύμφωνα με μια πρόσφατη έκθεση του Carnegie Endowment for International Peace, και ο αριθμός των σκληρών υποστηρικτών του δικτάτορα δεν θα αυξηθεί με περισσότερες ήττες.
Σε διεθνές επίπεδο, αυτό που θα μπορούσε να στηρίξει τον Πούτιν, ακόμη και αν χάσει τον πόλεμο, είναι ο φόβος ότι αυτό που θα ακολουθήσει μπορεί να είναι πολύ χειρότερο. Η ακροδεξιά, εμπνευσμένη από τα ίδια ιδανικά αυτοκρατορικού μεγαλείου με τον ίδιο τον Πούτιν, μπορεί να είναι πολύ πιο αδίστακτη στην επιλογή των μέσων γι' αυτόν τον σκοπό. Κάποιος από τους όμοιους του Strelkov με το δάχτυλο στο πυρηνικό κουμπί είναι πράγματι μια τρομακτική σκέψη.
Στο εσωτερικό, ωστόσο, ο Πούτιν κινδυνεύει να χάσει τον έλεγχο μόλις υποχωρήσει ο φόβος. Στρατιωτικοί και αστυνομικοί διοικητές, κατάσκοποι, ακόμη και οι συνεσταλμένοι ολιγάρχες θα επινοήσουν -και πιθανότατα το κάνουν ήδη, στο πλαίσιο του σχεδιασμού έκτακτης ανάγκης- μια φιγούρα που θα μπορούσε να διατηρήσει τις θέσεις τους και παράλληλα θα αποχωρήσει από την Ουκρανία και θα προσφέρει μια κατευναστική εναλλακτική στον υπόλοιπο κόσμο.
Ο περιορισμός του στενού κύκλου του Πούτιν κατά τη διάρκεια της πανδημίας, ως ακούσια συνέπεια, μείωσε την εμβέλειά του και έδωσε περισσότερες ευκαιρίες για συνωμοσίες και ίντριγκες πίσω από την πλάτη του.