Περίπου 126 εκατ. Αμερικανοί πήγαν στα καταστήματα για να κάνουν τις αγορές κατά τις πέντε ημέρες των προωθητικών ενεργειών της Black Friday.
Με τον αριθμό τους να είναι αυξημένος κατά 3,8% σε σχέση με ένα χρόνο νωρίτερα.
Για ψώνια στη Black Friday οι αμερικανοί
Ήταν επίσης περισσότεροι σε σχέση με το 2019 (124 εκατ.), που ήταν η τελευταία χρονιά πριν από την πανδημία του κορωνοϊού, σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσιοποίησε χθες η Εθνική Ομοσπονδία Λιανικού Εμπορίου (NRF), που λαμβάνει υπόψιν την περίοδο μεταξύ της Ημέρας των Ευχαριστιών (28 Νοεμβρίου) και της "Cyber Monday", της αντίστοιχης "Black Friday" στο διαδίκτυο.
Πρόκειται για μια ένδειξη ότι επιστρέφει η διάθεση των καταναλωτών για αγορές με φυσική παρουσία ύστερα από τις χρονιές της Covid, εκτίμησε ο πρόεδρος της NRF Μάθιου Σέι σε τηλεφωνική ενημέρωση των δημοσιογράφων.
Όπως κάθε χρόνο, η "Black Friday" είναι η επομένη της Ημέρας των Ευχαριστιών, που είναι επίσημη αργία για τις ΗΠΑ.
124,3 εκατ. Αμερικανολι πραγματοποίησαν διαδικτυακή αγορά
Στον αντίποδα, τα 124,3 εκατ. Αμερικανών που πραγματοποίησαν μια διαδικτυακή αγορά κατά τις πέντε ημέρες αυτές ήταν λιγότεροι σε σχέση με το 2023 (-7,4%).
Συνολικά, 197 εκατ. άνθρωποι έβαλαν το χέρι στην τσέπη.
Ο αριθμός αυτός είναι ελαφρά μικρότερος σε σχέση με τα 200,4 εκατ. της περασμένης χρονιάς, που αποτέλεσε ρεκόρ, αλλά πρόκειται για το δεύτερο υψηλότερο σύνολο.
Φέτος, οι καταναλωτές εμφανίζονται «πιο σκεπτικοί» στις αγορές τους, έχοντας επηρεαστεί από το άλμα του πληθωρισμού τα τελευταία χρόνια, εξήγησε ο Μάθιου Σέι. Ωστόσο, η αγοραστική τους δύναμη ανακάμπτει με την πρόσφατη επιβράδυνση των τιμών και τις μισθολογικές αυξήσεις, δήλωσε ο ίδιος, σημειώνοντας ότι οι «καταναλωτές γενικώς είναι σε καλή διάθεση».
Ο Μάθιου Σέι δήλωσε ότι οι καταναλωτές δεν έχουν ακόμα αλλάξει τις αγοραστικές τους συνθήκες ενόψει των πιθανών επιπρόσθετων δασμών που έχουν εξαγγείλει ο νεοεκλεγείς πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ. Η NRF έχει προειδοποιήσει ότι η επιβολή αυτών των δασμών μπορεί να μειώσει την αγοραστική δύναμη των Αμερικάνων κατά 78 εκατ. δολάρια κατ’ έτος.
ΑΠΕ-ΜΠΕ