Αντιμέτωπη με κατηγορίες για ρατσισμό βρίσκεται η βασίλισσα Ελισάβετ μετά τις αποκαλύψεις ότι εξαίρεσε τον εαυτή της και τα μέλη της βασιλικής οικογένειας από τους νόμους για της διακρίσεις.
Αποχαρακτηρισθένα κρατικά έγγραφα φαίνεται ότι δείχνουν πως η πολιτική των Ανακτόρων του Μπάκιγχαμ ήταν να εξαιρούνται «έγχρωμοι μετανάστες» και «αλλοδαποί» από θέσεις γραφείου τουλάχιστον μέχρι το 1968. Τα έγγραφα, που φέρνει στο φως ο Guardian, δείχνουν πώς τα Ανάκτορα εξασφάλισαν την εξαίρεση από τους νόμους για τις διακρίσεις όσον αφορά τη φυλή και το φύλο ώστε να μην ασκούνται αγωγές εναντίον τους στα δικαστήρια.
Οι αποκαλύψεις για την πρακτική της βασίλισσας Ελισάβετ έρχονται στο φως στον απόηχο των εκρηκτικών ισχυρισμών προ τριμήνου από τη Μέγκαν Μάρκλ για την ανησυχία που φέρεται να είχε διατυπώσει μέλος της βασιλικής οικογένειας για το χρώμα της επιδερμίδας του γιου της Άρτσι, προτού γεννηθεί. Η Όπρα Γουίνφρι, στην οποία είχαν παραχωρήσει τη συνέντευξη ο πρίγκιπας Χάρι και η Μέγκαν είπε αργότερα ότι το ζευγάρι επιβεβαίωσε ότι ούτε η βασίλισσα Ελισάβετ, ούτε ο εκλιπών πρίγκιπας Φίλιππος είχαν κάνει τα σχόλια αυτά. Ωστόσο, τα ντοκουμέντα που ξέθαψε ο Guardian από τα Εθνικά Αρχεία, έρχονταν να εντείνουν τις πιέσεις στα Ανάκτορα να δώσει απαντήσεις στις κατηγορίες περί ρατσισμού. «Είναι ρατσισμός η απαγόρευση από το Μπάκιγχαμ σε “έγχρωμους” (δηλαδή Μαύρους/Ασιάτες) να καταλαμβάνουν θέσεις γραφείου», σχολίασε στο Τwitter η γεννημένη στη Βρετανία με νιγηριανές ρίζες ακτιβίστρια, πολιτική σχολιάστρια, συγγραφέας και δημοσιογράφος δρ Σόλα Μος Σογκμπαμίμου.
Τα επίμαχα έγγραφα ανάγονται στη δεκαετία του 1960, όταν ο τότε υπουργός Εσωτερικών της Βρετανίας, Τζέιμς Κάλαχαν, επεδίωκε τη θέσπιση νόμου για την κατάργηση των διακρίσεων βάσει φυλής ή φύλου στους εργασιακούς χώρους. Στη Βρετανία για την κατάθεση νομοσχεδίων στη Βουλή των Κοινοτήτων των νόμων απαιτείται η «συναίνεση της βασίλισσας» (“Queens Consent”), διαδικασία που θεωρείται τυπική. Ωστόσο, όπως δείχνει η έρευνα του Guardian, το σύστημα αυτό δίνει στα μέλη της βασιλικής οικογένειας τη δυνατότητα να παρεμβαίνουν στην κυβέρνηση για να αλλάζει τους νόμους πριν τη δημοσίευσή τους.
Οταν συναντήθηκε τον Φεβρουάριο του 1968 ο Τ.Τζ. Γουάιλερ, στέλεχος του υπουργείου Οικονομικών με τον επικεαφλής σύμβουλο οικονομικών της Ελισάβετ, Λόρδο Τράιον για να συζητήσουν το νόμο για την ισότητα στους εργασίακούς χώρους, ο τελευταίος τον ενημέρωσε ότι δεν συνιστάται ο διορισμός εγχρώμων μεταναστών ή αλλοδαπών σε θέσεις γραφείου στα Ανάκτορα, αλλά τους επιτρέπεται να εργάζονται ως υπηρετικό προσωπικό κι ότι λόγος που η Ελισάβετ ζητούσε εξαίρεση ήταν επειδή ανησυχούσε ιδιαίτερα ότι αν το νομοσχέδιο ίσχυε για το Μπάκιγχαμ, τότε για πρώτη φορά θα ήταν νομικά εφικτή ή άσκηση κριτικής στα Ανάκτορα. Η εξαίρεση, φυσικά, έγινε δεκτή με αποτέλεσμα όλες οι καταγγελίες περί φυλετικών διακρίσεων κατά των Ανακτόρων να καταλήγουν στον υπουργό Εσωτερικών κι όχι στα δικαστήρια. Μάλιστα, σύμφωνα με το δημοσίευμα του Guardian, η εξαίρεση περιλήφθηκε και στον Νόμο Περί Ισότητας του 2010, πράγμα που σημαίνει ότι ισχύει μέχρι σήμερα.