Η βασίλισσα Ελισάβετ, πίεσε τη δεκαετϊα του 1970 με επιτυχία την τότε βρετανική κυβέρνηση για να αλλάξει ένα νομοσχέδιο προκειμένου να κρύψει τον ιδιωτικό πλούτο της από το κοινό, σύμφωνα με έγγραφα που ανακάλυψε ο Guardian.
Μια σειρά κυβερνητικών υπομνημάτων που αποκαλύφθηκαν στα Εθνικά Αρχεία, αποκαλύπτουν ότι ο ιδιωτικός δικηγόρος της βασίλισσας Ελισάβετ, άσκησε πιέσεις στους υπουργούς να τροποποιήσουν την νομοθεσία, ώστε τα περιουσιακά της στοιχεία να παραμείνουν κρυφά από το φως της δημοσιότητας.
Συγκεκριμένα, μετά τη φερόμενη παρέμβαση της βασίλισσας Ελισάβετ, οι συντηρητικοί υπουργοί κατά τη διάρκεια της κυβέρνησης του Εντουαρντ Χιθ, λέγεται ότι συμπεριέλαβαν μια ρήτρα στον νόμο, που δίνει στην κυβέρνηση τη δυνατότητα να δώσει εξαίρεση σε εταιρείες που ανήκουν σε «αρχηγούς κρατών» από τη νέα νομοθεσία για την εταιρική διαφάνεια.
Τα σχετικά δημοσιεύματα δείχνουν ότι οι δικηγόροι που ενεργούν για λογαριασμό της Βασίλισσας επικαλέστηκαν μια αποκαλούμενη «συμφωνία συναίνεσης» της. Σύμφωνα με αυτό το σύστημα, ο βασιλεύς μονάρχης ενημερώνεται εάν ένας νόμος μπορεί να επηρεάσει είτε τα βασιλικά δικαιώματα, είτε τα ιδιωτικά συμφέροντα πριν από την έγκριση του κοινοβουλίου.
Σύμφωνα με τα αρχειοθετημένα έγγραφα, τον Νοέμβριο του 1973, η βασίλισσα Ελισάβετ, βρίσκονταν σε «αναμμένα κάρβουνα» καθώς φοβόταν ότι το προτεινόμενο νομοσχέδιο για διαφάνεια στις εταιρικές συμμετοχές, θα ανοίξει τα οικονομικά της προς δημόσια κριτική.
Ο ιδιωτικός δικηγόρος της Βασίλισσας Ελισάβετ, Μάθιου Φάρερ, ανέφερε ότι μίλησε με υπαλλήλους του τότε Υπουργείου Εμπορίου και Βιομηχανίας σχετικά με τα προτεινόμενα νέα μέτρα στο νομοσχέδιο. Σύμφωνα με πληροφορίες, ο δικηγόρος ισχυρίστηκε ότι η Βασίλισσα ανησυχούσε για την πιθανότητα να αποκαλυφθούν οι ιδιωτικές της επενδύσεις.
Ένας δημόσιος υπάλληλος με το όνομα Ντράκερ ανέφερε στις 9 Νοεμβρίου ότι μίλησε με τον κ. Φάρερ, ο οποίος του εξέφρασε την ανησυχία του πελάτη του «για τον κίνδυνο αποκάλυψης στους διευθυντές μιας εταιρείας ως προς τους μετόχους και το ευρύ κοινό».
Στη συνέχεια, η Downing Street πρότεινε τη συμπερίληψη μιας πρόσθετης ρήτρας στη νομοθεσία που θα επέτρεπε στην κυβέρνηση να απαλλάξει συγκεκριμένες εταιρείες από την υποχρεωτική αποκάλυψη των μετόχων. Μετά τις γενικές εκλογές της ίδιας χρονιάς που έθεσαν το Εργατικό Κόμμα στην εξουσία, η κυβέρνηση Χάρολντ Γουίλσον διατήρησε το νομοσχέδιο αναλλοίωτο και έγινε νόμος το 1976.
Ένας εκπρόσωπος της Βασίλισσας είπε στον «Guardian» ότι «η συναίνεση της Βασίλισσας είναι μια κοινοβουλευτική διαδικασία, με ρόλο κυριαρχίας καθαρά τυπικό. Η συναίνεση χορηγείται πάντοτε από τον μονάρχη όταν ζητείται από την κυβέρνηση».
«Το εάν απαιτείται η συναίνεση της Βασίλισσας αποφασίζεται από το κοινοβούλιο, ανεξάρτητα από τον βασιλικό οίκο, σε θέματα που θα επηρέαζαν τα συμφέροντα του θρόνου, συμπεριλαμβανομένης της προσωπικής ιδιοκτησίας και των προσωπικών συμφερόντων του μονάρχη».
«Εάν απαιτείται συναίνεση, το νομοσχέδιο τίθεται, κατά σύμβαση, στον κυρίαρχο για να παραχωρήσει αποκλειστικά έπειτα από συμβουλές των υπουργών και ως ζήτημα δημοσίου μητρώου».
Η πραγματική κλίμακα του πλούτου της δεν έχει ποτέ αποκαλυφθεί, αν και εκτιμάται ότι ανέρχεται σε εκατοντάδες εκατομμύρια λίρες.
Όπως σχολιάζει η εφημερίδα Daily Mail η βασίλισσα Ελισάβετ, από τη μία πλευρά, είναι γνωστή για τη λιτότητά της, «έχοντας μια ηλεκτρική θερμάστρα αξίας 30 £ να την ζεσταίνει ενώ χρησιμοποιεί για δεκαετίες την ίδια μάρκα βερνικιού νυχιών μόλις 7,99 £. Από την άλλη, είναι μια πλούσια γυναίκα με ένα χαρτοφυλάκιο που εκτείνεται από έργα τέχνης έως και κοσμήματα , αιολικά πάρκα και καθαρόαιμα άλογα που συμμετέχουν σε αγώνες ιπποδρομίας» συμπεραίνοντας ότι τα μυστικά του πλούτου της βασίλισσας Ελισάβετ, παραμένουν αυστηρά αδιαφανή.