Κλειστά για ολόκληρη τη χειμερινή περίοδο 2020/2021 παρέμειναν για τους τουρίστες τα ξενοδοχεία στην Αυστρία, λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού.
Αυτό σημαίνει για τον κλάδο τεράστιες απώλειες, καθώς από τον Νοέμβριο του 2020 έως τον Απρίλιο του 2021 υπήρξαν μόνον 5,57 εκατομμύρια διανυκτερεύσεις, κατά 90,7% λιγότερες από ό,τι τη χειμερινή περίοδο 2019/2020, σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσίασε η Αυστριακή Στατιστική Υπηρεσία. Το γεγονός ότι υπήρχαν διανυκτερεύσεις, παρά τους περιορισμούς αυτών των έξι μηνών, οφείλεται στο ότι επιτρέπονταν εξαιρέσεις στον κανονισμό CoV, οι οποίες προέβλεπαν, για παράδειγμα, διαμονή σε ιαματικά λουτρά ή διανυκτερεύσεις για επαγγελματικούς λόγους.
Από την προπερασμένη Τετάρτη, 19 Μαΐου, στα ξενοδοχεία έχουν και πάλι πρόσβαση όσοι έχουν εμβολιαστεί, ή έχουν αναρρώσει από τη νόσο, ή μπορούν να επιδείξουν αρνητικό αποτέλεσμα τεστ. «Το κλείσιμο των καταλυμάτων κατά τη διάρκεια ολόκληρης της χειμερινής περιόδου 2020/2021 κοστίζει στον τουρισμό στην Αυστρία 54,44 εκατομμύρια διανυκτερεύσεις, καθώς καταγράφηκαν συνολικά μόνον 5,57 εκατομμύρια διανυκτερεύσεις, ενώ κατά την τελευταία χειμερινή περίοδο 2018/2019, η οποία δεν επηρεάστηκε από την πανδημία, είχαν υπάρξει 72,92 εκατομμύρια διανυκτερεύσεις», ανέφερε κατά την παρουσίαση των στοιχείων ο γενικός διευθυντής της Στατιστικής Υπηρεσίας Τομπίας Τόμας.
Μόνο ο Απρίλιος πήγε καλύτερα από ό,τι το 2020
Εφέτος, μόνον ο Απρίλιος πήγε καλύτερα από ό,τι το 2020, επειδή τον ίδιο μήνα πέρυσι, ο κλάδος επηρεάστηκε από το πρώτο lockdown στην κρίση της CoV, η οποία ήταν ακόμη πιο σοβαρή από ό,τι αυτή τη χρονιά, μιας και τον Απρίλιο του 2021 υπήρχαν ήδη πιο ευρείες εξαιρέσεις στην απαγόρευση εισόδου για τα καταλύματα. Με 1,05 εκατομμύρια διανυκτερεύσεις, ο αριθμός για τον Απρίλιο του 2021 ήταν πάνω από τέσσερις φορές υψηλότερος από τον ίδιο μήνα του προηγούμενου έτους, αλλά, σε σύγκριση με τον Απρίλιο του 2019, όταν υπήρχαν ακόμη 8,28 εκατομμύρια διανυκτερεύσεις, η μείωση ήταν στο 87,4%, ενώ, λόγω των παγκόσμιων ταξιδιωτικών περιορισμών, οι περισσότερες των 1,05 εκατομμυρίων διανυκτερεύσεων τον Απρίλιο, συγκεκριμένα οι 745.000, ήταν από το εσωτερικό.
Σε ολόκληρη τη φετινή χειμερινή περίοδο (Νοέμβριος 2020-Απρίλιος 2021), η Αυστρία κατέγραψε περίπου τέσσερα εκατομμύρια διανυκτερεύσεις από εγχώριους επισκέπτες και 1,6 εκατομμύρια διανυκτερεύσεις από επισκέπτες από το εξωτερικό. Η μείωση των επισκεπτών από το εξωτερικό κατά τη χειμερινή περίοδο 2019/2020 του προηγούμενου έτους, στο 96,6%, ήταν σημαντικά πιο έντονη από τη μείωση των εσωτερικών επισκεπτών (μείον 69,3%).
1,16 εκατομμύρια αφίξεις από το Νοέμβριο ως τον Απρίλιο στην Αυστρία
Από τα εννέα αυστριακά ομόσπονδα κρατίδια, η Κάτω Αυστρία (περίπου 220.000) και η 'Ανω Αυστρία (177.000) κατέγραψαν τις περισσότερες διανυκτερεύσεις από εγχώριους και ξένους επισκέπτες εφέτος τον Απρίλιο. Ακολουθούν η Στυρία (158.000), το Τιρόλο (121.000), το Σάλτσμπουργκ (112.000) και η Καρινθία (94.000), ενώ αρκετά χαμηλότερος ήταν αριθμός των διανυκτερεύσεων στη Βιέννη (76.000), στο Μπούργκενλαντ (51.000) και στο Φόραρλμπεργκ (36.000). Ο αριθμός των αφίξεων από το Νοέμβριο έως τον Απρίλιο ανήλθε σε 1,16 εκατομμύρια, εκ των οποίων 829.000 ήταν από εγχώριους επισκέπτες και 336.000 από ξένους επισκέπτες, με τις 410.000 διανυκτερεύσεις να αφορούν επισκέπτες από τη Γερμανία, 229.000 από την Πολωνία και 146.000 από την Ουγγαρία, ενώ υπήρξαν σημαντικά λιγότερες διανυκτερεύσεις από την Ιταλία (67.000) και από την Τσεχία (65.000).
Ο τουρισμός είναι ένας σημαντικός τομέας για την οικονομία της Αυστρίας για την οποία το 2019 -- τον τελευταίο χρόνο που δεν επηρεάστηκε από την πανδημία--, αντιπροσώπευε το 11,8% του συνολικού Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος της χώρας, σύμφωνα με τα στοιχεία της Παγκόσμιας Ένωσης Τουρισμού. Σε σύγκριση με τις άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Αυστρία βρίσκεται υψηλότερα από τον μέσο όρο, με την Κροατία και την Ελλάδα να εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τον τουρισμό, με το μερίδιό του στο ΑΕΠ τους να είναι στο 25,0 και 20,3% αντίστοιχα, ενώ το χαμηλότερο μερίδιο του τουρισμού είναι στην Ιρλανδία και το Βέλγιο, όπου αντιπροσωπεύει μόνον το 4,3% του ΑΕΠ.