Η κυβέρνηση της Αργεντινής ζήτησε χθες Τετάρτη από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο την αναδιάταξη της οφειλής της προς τον διεθνή χρηματοπιστωτικό θεσμό, ύψους 57 δισεκατομμυρίων δολαρίων, εντός των ορίων της δανειακής σύμβασης που συνήφθη με αντάλλαγμα ένα πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής, σε μια προσπάθεια να αποκατασταθεί η ηρεμία στις αγορές.
«Η Αργεντινή πρότεινε [στο ΔΝΤ] να αρχίσουμε έναν διάλογο για την αναδιάταξη του χρέους», επιβεβαίωσε κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου που παραχώρησε ο υπουργός Οικονομικών Ερνάν Λακούνσα, ο οποίος ανέλαβε τα καθήκοντά του πριν από κάτι περισσότερο από μία εβδομάδα.
Το κλίμα έντονης νευρικότητας στις αγορές συνεχίστηκε τις τελευταίες ημέρες, καθώς αρκετοί μοιάζουν να προεξοφλούν στάση πληρωμών. Όταν ονομάστηκε νέος υπουργός Οικονομικών, ο Λακούνσα διαβεβαίωσε ότι μια από τις κορυφαίες προτεραιότητες της κυβέρνησης είναι να διατηρήσει σταθερή τη συναλλαγματική ισοτιμία του πέσο, κάτι που χαρακτήρισε «στόχο πρώτης τάξεως», και ότι το Μπουένος Άιρες «θα τηρήσει τους δημοσιονομικούς στόχους».
Το να επιτραπεί ακόμη μεγαλύτερη διακύμανση του πέσο «δεν θα έκανε τίποτε περισσότερο από το να αυξήσει την αβεβαιότητα και τις πληθωριστικές πιέσεις», είχε επιμείνει. Ο προκάτοχός του Νικολάς Δουχόβνε παραιτήθηκε τη 17η Αυγούστου, έπειτα από μια εβδομάδα αναταραχής στις αγορές, με το πέσο να χάνει το 20% της αξίας του έναντι του αμερικανικού δολαρίου και το χρηματιστήριο να χάνει το 30% της κεφαλαιοποίησής του.
Βάσει της συμφωνίας σε ισχύ, η Αργεντινή θα αρχίσει να καταβάλλει τα πρώτα τοκοχρεολύσια το 2021. Οι δηλώσεις του υπουργού καταγράφηκαν μερικές ημέρες μετά την επίσκεψη τεχνικού κλιμακίου του Ταμείου στη χώρα, όπου η οικονομική κρίση έχει επιδεινωθεί μετά την βαριά ήττα του προέδρου Μαουρίσιο Μάκρι.
Ο κεντροαριστερός περονιστής Αλμπέρτο Φερνάντες χαρακτηρίζεται πλέον το φαβορί ενόψει των προεδρικών εκλογών της 27ης Οκτωβρίου, μετά την ευρεία νίκη του στις προκριματικές εκλογές της 11ης Αυγούστου, όταν έλαβε το 47% των ψήφων, ποσοστό θεαματικά υψηλότερο από εκείνο του Μάκρι (32%), ο οποίος διεκδικεί δεύτερη θητεία, όπως αναφέρει το ΑΠΕ/ΜΠΕ.
Προχθές Τρίτη, το στρατόπεδο του Φερνάντες επέκρινε την προσέγγιση του ΔΝΤ, έπειτα από μια συνάντηση με τους αντιπροσώπους του στο Μπουένος Άιρες. Το πέσο βυθίστηκε κι άλλο αμέσως μετά και η κεντρική τράπεζα χρειάστηκε να επέμβει μαζικά.
«Δύσκολη στιγμή»
Το ΔΝΤ αντέδρασε στην πρόταση χθες διαβεβαιώνοντας ότι θα «συνεχίσει να βρίσκεται στο πλευρό» της Αργεντινής σε αυτή «τη δύσκολη στιγμή». Το Ταμείο «αναλύει αυτή τη στιγμή» τις πρωτοβουλίες για το χρέος ανακοινώθηκαν από τις αρχές της Αργεντινής και «αποτιμά τις επιπτώσεις» που θα έχουν, ανέφερε ο θεσμός σε ανακοίνωσή του.
Ο τόνος της ανακοίνωσης του Ταμείου μοιάζει θετικός, καθώς υπογραμμίζεται ότι οι ομάδες του «κατανοούν πως οι αρχές έλαβαν αυτά τα σημαντικά μέτρα για να αντιμετωπίσουν τις ανάγκες για ρευστότητα και για την υπεράσπιση των αποθεμάτων» συναλλάγματος. Έπειτα από δύο νομισματικές κρίσεις το 2018, που μείωσαν κατά 50% την αξία του νομίσματός της, η Αργεντινή ζήτησε από το ΔΝΤ πρόγραμμα στήριξης, που οδήγηση στη σύναψη συμφωνίας για ένα δάνειο ύψους τελικά 57 και πλέον δισεκατομμυρίων δολαρίων. Σε αντάλλαγμα, η χώρα δεσμεύθηκε να ισοσκελίσει τον προϋπολογισμό της.
Η επιστροφή του ΔΝΤ στην Αργεντινή καταγράφηκε 12 χρόνια μετά την πρόωρη αποπληρωμή οφειλής ύψους 10 δισεκατομμυρίων, το 2006, όταν ο στο μεταξύ θανών τότε πρόεδρος Νέστορ Κίρσνερ αποφάσισε να διακόψει τη σχέση. Την εποχή εκείνη, οι τιμές της σόγιας και άλλων αγροτικών και κτηνοτροφικών αγαθών που εξάγει η Αργεντινή βρίσκονταν σε άνοδο στις διεθνείς αγορές. Το 2001 η λατινοαμερικάνικη χώρα, αδυνατώντας να αποπληρώσει το χρέος της, κήρυξε τη μεγαλύτερη στάση πληρωμών στην ιστορία και βυθίστηκε σε βαθιά οικονομική και κοινωνική κρίση, το τραύμα που άφησε η οποία στους Αργεντινούς και στις αγορές δεν έχει ακόμη επουλωθεί.
Η οικονομία της Αργεντινής πλήττεται από έναν δείκτη τιμών καταναλωτή που συγκαταλέγεται στους υψηλότερους στον κόσμο (ο πληθωρισμός έφθασε το 25,1% την περίοδο Ιανουαρίου-Ιουνίου, το 54,4% το δωδεκάμηνο), κατάρρευση της κατανάλωσης, κλείσιμο επιχειρήσεων, εξάπλωση της φτώχειας (μάστιζε το 32% του πληθυσμού το 2018) και της ανεργίας (10,1% φέτος).