Το αδιέξοδο παραμένει στην Ισπανία, μετά την τέταρτη διεξαγωγή εκλογών σε ισάριθμα χρόνια. Οπως και την προηγούμενη φορά που οι Ισπανοί πήγαν στις κάλπες, πριν από 7 μήνες, κανένα κόμμα δεν εξασφάλισε πλειοψηφία. Δεν είναι όμως η μόνη χώρα που συμβαίνει αυτό.
Για τον Πέδρο Σάντσεθ, το στοίχημα των εκλογών δεν απέδωσε, αφού ούτε αυτή τη φορά εξασφάλισε την πλειοψηφία, ενώ το ακροδεξιό Vox ενισχύθηκε. Ενώ προσπαθεί να βγει ξανά από το αδιέξοδο, ο Σάντσεθ μπορεί τουλάχιστον να παρηγορηθεί από το γεγονός ότι η Ισπανία δεν είναι μόνη της: οι άκαρπες εκλογές γίνονται η νέα κανονικότητα, επισημαίνει ο Guardian σε σχετική ανάλυση.
Εκλογές χωρίς αποτέλεσμα
Πλέον, ολοένα και πιο συχνά, δεν προκύπτει σαφές αποτέλεσμα από τις εκλογικές αναμετρήσεις. Σε κάποιες περιπτώσεις, αυτό σημαίνει ότι δεν μπορεί καν να σχηματιστεί κυβέρνηση. Ο Σάντσεθ ήταν υπηρεσιακός πρωθυπουργός της Ισπανίας από τον Απρίλιο και όπως όλα δείχνουν αυτή η κατάσταση θα συνεχιστεί για λίγο καιρό ακόμη. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και στο Ισραήλ. Οι εκλογές του Σεπτεμβρίου δεν κατάφεραν ούτε εκεί να προσφέρουν λύση στο αδιέξοδο, αφού το αποτέλεσμα ήταν παρόμοιο με εκείνο που έβγαλαν οι κάλπες τον Απρίλιο.
Σε άλλες περιπτώσεις, γίνονται κυβερνήσεις συνασπισμού, αλλά μόνο έπειτα από ολοένα και πιο δύσκολες διαπραγματεύσεις. Στην Ολλανδία απαιτήθηκαν 208 ημέρες το 2017, στη Σουηδία χρειάστηκαν πάνω από τέσσερις μήνες το 2018. Στο Βέλγιο πλέον είναι εδώ και πάνω από 170 ημέρες χωρίς κυβέρνηση, αλλά βέβαια εκεί απέχουν πολύ από το ρεκόρ τους: 541 ημέρες απαιτήθηκαν για τον σχηματισμό κυβέρνησης έπειτα από τις εκλογές του 2010.
Γιατί συμβαίνει αυτό
Γιατί όμως συμβαίνει κάτι τέτοιο; Εν μέρει επειδή ολοένα λιγότεροι ψηφίζουν για τα μεγάλα κεντροδεξιά και κεντροαριστερά κόμματα που είχαν κυριαρχήσει στην πολιτική σκηνή μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, εκτιμά ο Guardian. Το Λαϊκό και το Σοσιαλιστικό Κόμμα, που κάποτε συγκέντρωναν 80% στις εκλογές στην Ισπανία, πήραν μόλις το 48% την Κυριακή. Στην Ολλανδία, τα τρία μεγάλα κόμματα συνολικά απέσπασαν μετά βίας 40% συνολικά στις προηγούμενες εκλογές, ποσοστό που κάποιο από αυτά παλιότερα θα πίστευε ότι θα συγκεντρώσει μόνο του.
Στις εκλογές του 2017 στη Γερμανία, το παντοδύναμο συντηρητικό CDU της Ανγκελα Μέρκελ και ο κεντροαριστερός αντίπαλος, το SPD, είχαν τα χειρότερα ποσοστά τους από το ‘40. Στη Σουηδία, το κεντροδεξιό κόμμα των Μετριοπαθών και οι Σοσιαλδημοκράτες τα πήγαν καλύτερα, αλλά και πάλι έχασαν έδαφος. Στο Ισραήλ, το Λικούντ και το Μπλε και Λευκό Κόμμα μετά βίας πήραν από 25% στις εκλογές.
Η πτώση των μεγάλων κομμάτων γίνεται παράλληλα με την άνοδο μιας πλειάδας μικρότερων, από ακροδεξιά όπως το AfD στη Γερμανία και το Vox στην Ισπανία, μέχρι ακροαριστερά, όπως οι Podemos στην Ισπανία ή αντισυστημικά, σαν το Κίνημα Πέντε Αστέρων στην Ιταλία. Μια συνέπεια αυτού του κατακερματισμού- στην Ολλανδία 28 κόμματα μετείχαν στις τελευταίες εκλογές και τα 13 από αυτά μπήκαν στη Βουλή- είναι η τεράστια άνοδος της εκλογικής «κυκλοθυμίας». Για παράδειγμα, το 41% των Σουηδών ψηφοφόρων επέλεξε το 2018 διαφορετικό κόμμα από ότι στις εκλογές του 2014.
Τα δύσκολα μετά τις εκλογές
Μία άλλη συνέπεια, με την άνοδο των άκρων, είναι η ενίσχυση της ριζοσπαστικοποίησης. Κάτι που σημαίνει ότι υπάρχουν μη διαπραγματεύσιμες κόκκινες γραμμές και μια έμφυτη αποστροφή στον συμβιβασμό και τη συναίνεση, γεγονός που κάνει πολύ πιο δύσκολη τη δημιουργία κυβερνητικών συνασπισμών. Για παράδειγμα, στο Ισραήλ κανένα από τα μεγάλα κόμματα δεν είναι έτοιμο να συνεργαστεί με τα αραβο-ισραηλινά κόμματα, όπως στη Σουηδία οι κεντροδεξιοί και κεντροαριστεροί δεν κάνουν βήμα προς τους εθνικιστές Σουηδούς Δημοκράτες. Και στην Ισπανία, το Λαϊκό Κόμμα και οι Σοσιαλιστές σνομπάρουν τους Καταλανούς αυτονομιστές.
Εχει σημασία αυτό; Ναι, λένε οι αναλυτές, γιατί οι ασταθείς συνασπισμοί και τα κατακερματισμένα κοινοβούλια που προκύπτουν γενικά- αν προκύπτουν- καθιστούν ακόμη πιο δύσκολη τη διακυβέρνηση. Κατ’ ανάγκη περιλαμβάνουν περισσότερα κόμματα και κάθε ένα από αυτά έχει διαφορετικούς στόχους. Αυτό σημαίνει ότι είναι πιο δύσκολη η υιοθέτηση μεταρρυθμίσεων, η συζήτηση για αμφιλεγόμενες αλλά απαραίτητες πολιτικές, αλλά και το να διαδραματίσει μια χώρα αποφασιστικό ρόλο σε διεθνές επίπεδο.