Τα αποτελέσματα των αμερικανικών εκλογών γίνονται συνήθως γνωστά τη βραδιά των εκλογών, με τον χαμένο να παραδέχεται την ήττα του τις πρώτες πρωινές ώρες.
Aλλά τα πράγματα ίσως είναι πολύ διαφορετικά αυτή τη φορά λόγω του τεράστιου αριθμού των επιστολικών ψήφων και της βαθιάς πολιτικής πόλωσης στις ΗΠΑ. Και δεν αποκλείεται η Αμερική να ξαναζήσει έναν εκλογικό εφιάλτη, μπροστά στον οποίο θα ωχριούν ίσως όσα έχει ζήσει μέχρι σήμερα.
Τη νύχτα της 7ης Νοεμβρίου του 2000 ο Αλ Γκορ τηλεφώνησε δύο φορές στον Τζορτζ Μπους τον νεότερο. Την πρώτη για να παραδεχθεί την ήττα του στις προεδρικές εκλογές, και τη δεύτερη για να αποσύρει τις δηλώσεις του. Η αναμέτρηση είχε μεταφερθεί στην πιο αμφίρροπη τότε Πολιτεία και μόλις μερικές εκατοντάδες ψήφοι χώριζαν τους δύο υποψηφίους.
«Ο μικρότερος αδελφός μου μού λέει ότι θα πάρουμε τη Φλόριντα», είπε ο Τζορτζ Μπους στον Δημοκρατικό αντίπαλό του.
Ο Μπους ήταν τότε κυβερνήτης του Τέξας και ο αδελφός του, Τζεμπ Μπους, κυβερνήτης της Φλόριντα. «Δεν με ενδιαφέρει τι λέει ο μικρότερος αδελφός σου. Εγώ σου λέω επίσημα ότι δεν αποδέχομαι πλέον την ήττα μου. Ευχαριστώ, καληνύχτα», του αντέτεινε ο Αλ Γκορ.
Ακολούθησαν 36 χαοτικές ημέρες, με κραυγές περί διαφθοράς, διαδηλώσεις, προσφυγές στη Δικαιοσύνη, απειλές βίας, μέχρι να επικυρωθεί οριακά η νίκη του Μπους. Και δεν ήταν η πρώτη φορά που δεν προέκυψε σαφής νικητής σε αμερικανικές εκλογές, πόσω μάλλον που δεν αποκλείεται το σενάριο αυτό να επαναληφθεί και στην αυριανή αναμέτρηση.
Οι επιστολικές ψήφοι-ρεκόρ της εφετινής χρονιάς αναμένεται να θέσουν υπό σκληρή δοκιμασία το παραδοσιακό σύστημα ψηφοφορίας στις ΗΠΑ, ενώ, από την άλλη, ο μεν Τραμπ έχει αρνηθεί να δεσμευθεί σε μια ειρηνική μετάβαση της εξουσίας και ο αντίπαλός του, Μπάιντεν, προσέλαβε στρατιά δικηγόρων αναμένοντας μάχες στα δικαστήρια.
Κι όσο περισσότερο παρατείνεται η αβεβαιότητα τόσο πιο επικίνδυνα μπορεί να εξελιχθούν τα πράγματα. Το αμερικανικό εκλογικό σύστημα προβλέπει μια συγκεκριμένη ημερομηνία για την εκλογή του νέου προέδρου κι αν η χώρα φθάσει σε αυτό το χρονικό σημείο με τους δύο υποψηφίους να ερίζουν για την κρίση, μπορεί να βιώσει μια κρίση χωρίς προηγούμενο στην Ιστορία της.
«Ο ρόλος που έπαιξε ο φόβος στη διάρκεια αυτής της προεκλογικής εκστρατείας και από τις δύο πλευρές σημαίνει ότι υπάρχουν πολλοί στις ΗΠΑ που θα νιώσουν απογοητευμένοι από το αποτέλεσμα, όποιο κι αν είναι αυτό. Και οι δύο υποψήφιοι έχουν ουσιαστικά προειδοποιήσει ότι η Αμερική θα καταρρεύσει αν δεν εκλεγούν», σημειώνει ο Έλιοτ Μπρέναν του US Studies Centre. «Κι αν προσθέσουμε τα όπλα, την πανδημία, την ύφεση, την αναβίωση των θεωριών συνωμοσίας και τις εκστρατείες παραπληροφόρησης σε αυτό το κοκτέιλ, προκύπτει μια επικίνδυνη κατάσταση για το εσωτερικό της χώρας, με πολλή ρευστότητα».
Πώς άλλαξε η πανδημία τις αμερικανικές εκλογές του 2020
Λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού που καλπάζει και στις ΗΠΑ, αυτή τη χρονιά αριθμός ρεκόρ ψηφοφόρων έχουν ήδη ασκήσει το εκλογικό τους δικαίωμα για να αποφύγουν το συνωστισμό στα εκλογικά κέντρα ανήμερα των εκλογών. Κι οι άνθρωποι αυτοί «ανησυχούν τι θα γίνει με τις ψήφους τους», τονίζει ο λέκτορας του US Studies Centre, δρ Ντέιβιντ Σμιθ. «Ανησυχούν για το τι μπορεί να συμβεί ανήμερα των εκλογών: αν θα υπάρξουν απόπειρες εκφοβισμού στα εκλογικά κέντρα, αν σχηματιστούν μεγάλες ουρές, αν η πανδημία θα έχει εξελιχθεί τόσο άσχημα που θα είναι επικίνδυνο να πάει κανείς να ψηφίσει».
Αρκετές αμφίρροπες πολιτείες -κλειδιά, όπως το Ουισκόνσιν, που άλωσε ο Τραμπ προ τετραετίας με μόλις 22.749 ψήφους διαφορά – δεν θα ανοίξουν τις επιστολικές ψήφους παρά μόνον ανήμερα των εκλογών. Και καθώς τα μέλη των εφορευτικών επιτροπών έχουν να καταμετρήσουν εκατομμύρια ψηφοδέλτια, το αποτέλεσμα μπορεί να χρειαστεί μέρες ή και εβδομάδες για να βγει.
Σύμφωνα με τα έως τώρα στοιχεία, πολλοί Δημοκρατικοί ψηφοφόροι έχουν ήδη ασκήσει το εκλογικό τους δικαίωμα, ενώ οι Ρεπουμπλικανοί αναμένεται να προσέλθουν μαζικά στις κάλπες όταν θα ανοίξουν αύριο, πράγμα που σημαίνει ότι τα πρώτα αποτελέσματα ίσως εμφανίζουν μπροστά τον Τραμπ, προτού ισορροπήσει η κατάσταση αργότερα υπέρ του Μπάιντεν.
«Θεωρώ ότι όλοι μας μπορούμε να φανταστούμε ένα σενάριο με τον Τραμπ να δηλώνει νικητής προτού επιβεβαιωθούν τα αποτελέσματα ή έχουν καταμετρηθεί σωστά οι ψήφοι», λέει η Έμα Σόρτις, ερευνήτρια του Πανεπιστημίου RMIT. «Και αυτό είναι εξαιρετικά επικίνδυνο».
Μολονότι τα μεγάλα αμερικανικά τηλεοπτικά δίκτυα ίσως δείξουν αυτοσυγκράτηση στην ανακοίνωση του νικητή των αμερικανικών εκλογών του 2020 και το στρατόπεδο του Μπάιντεν επιμένει ότι θα περιμένει να καταμετρηθούν όλες οι ψήφοι, μπορεί να προκύψει χάος.
«Δεν υπάρχουν και πολλά που μπορεί να κάνει μόνος του ο Τραμπ αφού οι εκλογές διεξάγονται σε πολιτειακό επίπεδο. Δεν μπορεί να κηρύξει το πέρας των εκλογών. Το ερώτημα είναι θα προσπαθήσει να ξεσηκώσει τους οπαδούς του; Θα οδηγήσει αυτό σε βία επειδή ο Τραμπ θα λέει στους οπαδούς του ότι είναι σε εξέλιξη ένα εκλογικό αποτέλεσμα; Θα εμφανιστούν οπλισμένα άτομα σε σημεία όπου γίνεται καταμέτρηση;», διερωτάται ο δρ Σμιθ.
Τα ορόσημα μετά τις εκλογές
Οι αμερικανικές εκλογές μπορεί να δείχνουν σαν μια κούρσα που καταλήγει με τον νικητή να χαμογελά και να χαιρετά μια θάλασσα οπαδών του προτού διεκδικήσει τη νίκη, αλλά η εκλογική βραδιά συνήθως είναι το πάρτι που στήνεται προτού ξεκινήσει η υπόλοιπη διαδικασία μέχρι τη στέψη του νικητή.
Μέχρι τις 8 Δεκεμβρίου κάθε Πολιτεία θα πρέπει να έχει λύσει όλες τις διαμάχες που έχουν προκύψει αναφορικά με το αποτέλεσμα για να εγκριθεί από το Κογκρέσο.
Τα 538 μέλη του Κολεγίου των Εκλεκτόρων -αυτοί δηλαδή που εκλέγουν άμεσα τον νέο πρόεδρο- θα πρέπει να συνεδριάσουν τις 14 Δεκεμβρίου για να ψηφίσουν επίσημα τον νέο ηγέτη των ΗΠΑ και τον αντιπρόεδρο. «Αν μέχρι τότε είναι ασαφή τα εκλογικά αποτελέσματα, αν έχουν υπάρξει προσφυγές στη Δικαιοσύνη και αντικρουόμενες αποφάσεις, νομίζω ότι θα προκληθεί συνταγματική κρίση», λέει ο δρ Σμιθ.
Το εφιαλτικότερο σενάριο θα είναι αν ο ένας ή ο άλλος μονομάχος εξακολουθεί να αμφισβητεί το αποτέλεσμα μέχρι την τελευταία προθεσμία της 20ής Ιανουαρίου, όταν λήγει η θητεία του Τραμπ.
Το αμερικανικό εκλογικό σύστημα, που σχεδιάστηκε πριν από 223 χρόνια, έχει βιώσει κρίσεις. Τρεις πρόεδροι στην Ιστορία στέφθηκαν νικητές από το Εκλεκτορικό Κολέγιο, αν και είχαν χάσει τη λαϊκή ψήφο: ο Μπέντζαμιν Χάρισον, ο Τζορτζ Μπους ο νεότερος και ο Τραμπ. Άλλοι δύο -ο Τζον Κουίνσι Άνταμς κι ο Ράδερφορντ Μπ. Χέις- έγιναν πρόεδροι μολονότι έχασαν και τη λαϊκή ψήφο, αλλά και εκείνη του Εκλεκτορικού Κολεγίου.
Το αμερικανικό Σύνταγμα περιλαμβάνει έναν μηχανισμό σε περίπτωση που ένας υποψήφιος δεν εξασφαλίσει τις 270 ψήφους που χρειάζεται από το Κολέγιο των Εκλεκτόρων. Το 1824, π.χ., η Βουλή των Αντιπροσώπων ψήφισε υπέρ του Άνταμς, όταν δεν προέκυψε σαφής νικητής. Αλλά η έκβαση των αμερικανικών εκλογών του 2000 ίσως μας προϊδεάζει καλύτερα για το τι μπορεί να συμβεί την επομένη της αυριανής αναμέτρησης.
Θα κρίνει το Ανώτατο Δικαστήριο την έκβαση των αμερικανικών εκλογών του 2020;
Ο Μπους προσέφυγε στη Δικαιοσύνη για να σταματήσει την επανακαταμέτρηση των ψήφων στη Φλόριντα σε μια υπόθεση που κατέληξε τελικά στο Ανώτατο Δικαστήριο, εκεί όπου εξελέγη πρόσφατα η εκλεκτή του Τραμπ, Έιμι Κόνεϊ Μπάρετ, παραμονές των εκλογών.
Με την ένταση να κλιμακώνεται, κοστουμαρισμένα στελέχη των Ρεπουμπλικανών κατέβηκαν στην κομητεία Μαϊάμι Ντέιντ απαιτώντας να σταματήσει η επανακαταμέτρηση και όπως λέει ο δρ Σμιθ «μπορεί να επιχειρηθεί μια επανάληψη αυτής της τακτικής ξανά», με τους οπαδούς του Τραμπ «να προσπαθούν να καθυστερήσουν όσο το δυνατόν περισσότερο μέχρι να περάσει και η τελευταία νομική προθεσμία για την καταμέτρηση των ψήφων. Κι αυτή τη φορά δεν θα εμφανιστούν κοστουμαρισμένοι. Μιλάμε για άτομα με στολές παραλλαγής και πιθανώς με όπλα, άρα υπάρχει κίνδυνος», σημειώνει.
Τελικά, έξι μέρες πριν από τη συνεδρίαση του Κολεγίου των Εκλεκτόρων, το Ανώτατο Δικαστήριο με μια λίαν αμφισβητούμενη απόφαση και 5 ψήφους υπέρ και 4 κατά αποφάσισε να σταματήσει η επανακαταμέτρηση στη Φλόριντα, ανοίγοντας τον δρόμο προς τον Λευκό Οίκο για τον Μπους.
Όταν σταμάτησαν επίσημα να μετρούν τις ψήφους, ο Μπους προηγείτο με μόλις 537 επί συνόλου 6.000.000. Κι ο Αλ Γκορ, αν και εξέφρασε την έντονη διαφωνία του με την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, την αποδέχθηκε τελικά.
Ο Μπρέναν λέει ότι αμφιβάλλει κατά πόσον ο Μπάιντεν θα κάνει το ίδιο σ’ ένα τέτοιο σενάριο στις εφετινές εκλογές. «Αν υπάρχει αμφιβολία για τη νομιμότητα μιας νίκης του Τραμπ ή τον τρόπο που επιτεύχθηκε, ο Μπάιντεν θα νιώσει τεράστια πίεση από τους οπαδούς του, αλλά και τα πιστεύω του να αμφισβητήσει το αποτέλεσμα», λέει.
Στο τέλος, όλα μπορεί να κριθούν από τη στάση των κομμάτων, του Κογκρέσου και των δικαστηρίων, αν ένας υποψήφιος διεκδικήσει τη νίκη πριν από το οριστικό αποτέλεσμα, λέει η Σόρτις. «Δεν εξαρτάται μόνον από το τι θα κάνει ο Τραμπ, αλλά και από το τι θα κάνει το περιβάλλον του, πώς θα αντιδράσουν οι θεσμοί σε αυτή την πίεση», λέει η Έμα Σόρτις. Και ο δρ Σμιθ συμφωνεί: «Αν διαγράφεται μια πολύ σαφής νίκη του Μπάιντεν, δεν αποκλείεται οι σύμμαχοι του Τραμπ να αποφασίσουν ότι δεν θέλουν να έχουν καμία σχέση με μια αμφισβήτηση του εκλογικού αποτελέσματος».