Το δεύτερο lockdown στην Ευρώπη ενσωματώνει την στρατηγική «stop-and-go», η οποία ακολουθεί τους κύκλους της πανδημίας, μέχρι την επιστροφή στην κανονικότητα το 2022, μετά την κυκλοφορία του εμβολίου.
Ωστόσο, αυτά τα νέα περιοριστικά μέτρα δεν αποτελούν μια επανάληψη εκείνων που εφαρμόστηκαν την άνοιξη του 2020, καθώς η επίδρασή τους στο ΑΕΠ του τετάρτου τριμήνου του 2020 της Ευρωζώνης πρόκειται να αποδειχθεί κατά 30-60% ηπιότερη. Επομένως, η ανάκαμψη δεν έχει εκτροχιαστεί αλλά θα έρθει με καθυστέρηση.
Αυτό σημειώνεται σε έρευνα των οικονομικών αναλυτών του ομίλου Allianz που δημοσιοποιήθηκε σήμερα. Σύμφωνα με την έρευνα: Το ΑΕΠ της Ευρωζώνης του τετάρτου τριμήνου του 2020 φαίνεται, ότι θα συρρικνωθεί κατά περίπου -4% σε τριμηνιαία βάση, οδηγώντας έτσι, τις προβλέψεις για οικονομική συρρίκνωση το 2020 στο 7,6%. Ωστόσο, αναμένεται μια ισχνή ανάκαμψη το 2021 (+4,1%, από το +4,8% που είχε προβλεφθεί τον Σεπτέμβριο), καθώς οι περιορισμοί στις κοινωνικές συναναστροφές παραμένουν. Η διάθεση ενός αποτελεσματικού εμβολίου πριν το τέλος του χρόνου, αναμένεται να φέρει την αναγκαία ανατροπή στην οικονομική ανάκαμψη κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2021, μειώνοντας, κατ' αυτόν τον τρόπο, την οικονομική αβεβαιότητα. Παρόλα ταύτα, ο κίνδυνος της δημιουργίας μακροχρόνιων προβλημάτων στην οικονομία έχει αυξηθεί, δεδομένων των πολλών πτωχεύσεων, της υψηλής ανεργίας και της αυξημένης πίεσης που ασκείται στον τραπεζικό κλάδο.
Αναζητώντας μια κατάλληλη και επαρκή πολιτική ανταπόκρισης
Προκειμένου το βασικό σενάριο να μπορέσει να γίνει πραγματικότητα, οι λήπτες αποφάσεων και οι φορείς χάραξης της πολιτικής θα πρέπει να αναβαθμίσουν γρήγορα την ανταπόκρισή τους στις κρίσεις, στοχεύοντας στην ενίσχυση της εμπιστοσύνης του ιδιωτικού τομέα και αποτρέποντας το σενάριο της τριπλής ύφεσης και την ύπαρξη μόνιμων ζημιών στην οικονομία.
Μια έγκαιρη και κατάλληλη πολιτική απόκρισης θα πρέπει να μπορεί να αποφύγει μια μεγάλης κλίμακας κρίση εταιρικών ταμειακών διαθεσίμων. Το μερίδιο των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, οι οποίες έχουν αρνητικό περιθώριο EBITDA, δηλαδή εκείνων που διατρέχουν μεγαλύτερο ρίσκο αντιμετώπισης κρίσεων ταμειακών ροών, υπολογίζεται στο 15-20% στις τέσσερις μεγαλύτερες οικονομίες της Ευρωζώνης.
Επιπρόσθετα, το μερίδιο των μικρομεσαίων επιχειρήσεων με υψηλά επίπεδα χρέους, χαμηλή κερδοφορία και χαμηλούς δείκτες ρευστότητας βρίσκεται μεταξύ 8% και 10%. Για τον λόγο αυτό, οι συνέπειες της διπλής ύφεσης μπορεί να αποδειχθούν ιδιαίτερα επικίνδυνες, καθώς θα αποθαρρύνουν τις επιχειρήσεις να καλύψουν τα προβλήματα των ταμειακών ροών τους με επιπλέον χρέος, σε ένα περιβάλλον όπου η αύξηση του κύκλου εργασιών στους κλάδους που επλήγησαν περισσότερο δεν αναμένεται να επανέλθει στα προ-κρίσης επίπεδα πριν το 2023.