H αναχώρηση του τελευταίου στρατιωτικού αεροσκάφους των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν, αφήνει μια χώρα διαλυμένη από δύο δεκαετίες πολέμου και με μια οικονομία που εξαρτάται εδώ και χρόνια από την ξένη βοήθεια και το λαθρεμπόριο ναρκωτικών σε μια κατάσταση χάους και ανασφάλειας με τους Ταλιμπάν να επιδιώκουν να εδραιώσουν την κυριαρχία τους.
Κι οι ΗΠΑ, μετά το ταπεινωτικό φινάλε της εικοσαετούς εμπλοκής τους στο Αφγανιστάν, μαζί με τους συμμάχους, αλλά και αντιπάλους, όπως η Ρωσία και η Κίνα καλούνται να βρουν με ποιο τρόπο θα προσεγγίσουν τους Ταλιμπάν. Το χάος της αμερικανικής αποχώρησης μετά την πτώση της Καμπούλ υπογραμμίζει πόσο εύθραυστη είναι η χώρα και πόσο τεράστιες είναι οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει.
Μετά την εκκένωση κάπου 120.000 ανθρώπων οι ΗΠΑ λένε ότι θα επιδιώξουν να βοηθήσουν όσους Αμερικανούς έχουν τυχόν απομείνει στη χώρα, αλλά άγνωστη παραμένει η μοίρα δεκάδων χιλιάδων Αφγανών – εργαζομένων σε οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών, γυναικών, κοριτσιών, μελών μειονοτήτων – που ίσως θέλουν ακόμη να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους. ρώην εργαζόμενων στην κυβέρνηση
Τι θα απογίνουν όσοι δεν πρόλαβαν να εγκαταλείψουν το Αφγανιστάν
Ο επικεφαλής της Κεντρικής Διοίκησης των ΗΠΑ, στρατηγός Κένεθ «Φρανκ» Μακένζι είπε χθες ότι παραμένουν «λιγοστές εκατοντάδες» Αμερικανοί στο Αφγανιστάν κι ότι το Στέιτ Ντιπάρτμεντ θα επιδοθεί σε μια διπλωματική προσπάθεια για την εκκένωσή τους. «Θα συνεχίσουμε να εργαζόμαστε για να τους βοηθήσουμε», δήλωσε ο Αμερικανός ΥΠ ΕΞ Άντονι Μπλίνκεν χθες το βράδυ.
Αλλά όπως προειδοποίησε η Υπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες, «μια μεγαλύτερη κρίση μόλις αρχίζει». Περίπλοκα είναι τα πράγματα αναφορικά με εκείνους τους Αφγανούς που συνεργάστηκαν με τις αμερικανικές δυνάμεις και την υποστηριζόμενη από τις ΗΠΑ προηγούμενη κυβέρνηση του Αφγανιστάν, καθώς και με εκείνους που απειλούνται με αντίποινα και ωμή καταπίεση από τους Ταλιμπάν, ανάμεσά τους γυναίκες και κορίτσια, μέλη εθνοτικών και θρησκευτικών μειονοτήτων, εκπαιδευτές, εργαζομένους σε φιλανθρωικές οργανώσεις και ΜΚΟ. Οι ΗΠΑ και Ευρωπαίοι σύμμαχοί τους είπαν ότι θα συνεχίσουν να διευκολύνουν την εκκένωση από το Αφγανιστάν και την περασμένη Κυριακή το Στέιτ Ντιπάρτμεντ και 97 χώρες ανακοίνωσαν την επίτευξη συμφωνίας με τους Ταλιμπάν, ώστε να επιτρέψουν την απομάκρυνση πολιτών μετά την ολοκλήρωση της αποχώρησης των αμερικανικών δυνάμεων, αλλά παραμένει ασαφές πώς θα λειτουργήσει όλο αυτό.
«Οι Ταλιμπάν ανέλαβαν δεσμεύσεις ως προς την ασφαλή διέλευση και ο κόσμος θα τους κρατήσει υπόλογους. Θα συνεχιστεί η διπλωματία στο Αφγανιστάν και ο συντονισμός με εταίρους στην περιοχή για την επαναλειτουργία του αεροδρομίου, ώστε να συνεχιστούν οι αναχωρήσεις εκείνων που θέλουν να φύγουν και να φθάνει ανθρωπιστική βοήθεια για τον λαό του Αφγανιστάν», δήλωσε χθες ο Τζο Μπάιντεν.
Πώς θα κυβερνήσουν οι Ταλιμπάν;
Οι αποφάσεις που θα λάβουν οι Ταλιμπάν το προσεχές διάστημα θα έχουν μακρύ αντίκτυπο στο μέλλον του Αφγανιστάν. Έχουν ήδη ξεκινήσει επαφές με σημαίνοντες Αφγανούς, όπως ο πρώτος πρόεδρος της χώρας μετά την αμερικανική εισβολή, Χαμίντ Καρζάι κι ο υπ’ αριθμόν δύο της κυβέρνησης που κατέρρευσε, Αμπντουλάχ Αμπντουλάχ για το σχηματισμό νέας, που όπως έχουν δηλώσει σε συνεντεύξεις Τύπου αλλά και σε δυτικά ΜΜΕ, θα είναι πιο μετριοπαθής, προσφέροντας αμνηστία σε όσους τους πολέμησαν και η οποία θα πολεμήσει τη διαφθορά.
Ωστόσο, πολλοί στην Καμπούλ, αλλά κυρίως εκτός του Αφγανιστάν διατηρούν έντονες αμφιβολίες φοβούμενοι μια ραγδαία επιστροφή στις ωμότητες που χαρακτήριζαν την προηγούμενη διακυβέρνηση των Ταλιμπάν από το 1996 μέχρι το 2001. Και παραμένει άγνωστο κατά πόσον η ηγεσία τους θα μπορέσει να επιβάλει την τάξη στους νέους, συχνά αμόρφωτους φονταμενταλιστές. Ωστόσο, αυτή τη φορά οι Ταλιμπάν έχουν κάποια κίνητρα για να δοκιμάσουν μια μετριοπαθέστερη προσέγγιση ειδικά έναντι μειονοτήτων, όπως οι Ουζμπέκοι, οι Τατζίκοι κι οι σιίτες Χαζάρα αν θέλουν να αποφύγουν άλλον ένα εμφύλιο πόλεμο.
Το έργο των Ταλιμπάν, ωστόσο, είναι ακόμη δυσκολότερο καθώς αντιμετωπίζουν τρομοκρατικές απειλές ακόμη και μέσα από τις τάξεις τους και κυρίως από το παρακλάδι του ISIS στο Αφγανιστάν, το «Ισλαμικό Κράτος Χορασάν» (ISIS-Κ), ενώ στην ψηφιακή εποχή, όπου οι κάμερες των κινητών και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αποκαλύπτουν τις ωμότητες στα μάτια της παγκόσμιας κοινής γνώμης, μια επιστροφή στο στυγνό καθεστώς της δεκαετίας του 1990 θα μπορούσε να οδηγήσει σε νέα διεθνή απομόνωση τη χώρα αποσταθεροποιώντας την κυβέρνηση των Ταλιμπάν. «Αυτή τη φορά οι Ταλιμπάν θα είναι διαφορετικοί, αλλά κατά πόσον αυτό αρκεί για να καθησυχάσει τη διεθνή κοινότητα, είναι άλλο ζήτημα. Η ζωή θα γίνει χειρότερη για τις γυναίκες, τα αντίποινα είναι μάλλον πιθανά», είπε στο Bloomberg ο συγγραφέας του Βιβλίου «Ιστορία του Αμερικανικού Πολέμου στο Αφγανιστάν», Κάρτερ Μαλκάσιαν προσθέτοντας πάντως ότι κατά τη γνώμη του δεν θα είναι τόσο ωμοί όσο τη δεκαετία του 1990.
Θα αναγνωρίσει η διεθνής κοινότητα την κυβέρνηση των Ταλιμπάν
Το ζήτημα αυτό είναι εξαιρετικά ακανθώδες για τις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους. Μόλις χθες ανώτερος αξιωματούχος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ είπε ότι ανεξάρτητα από τις εξελίξεις η Ουάσιγκτον δεν πρόκειται να αναγνωρίσει σύντομα τη νέα κυβέρνηση του Αφγανιστάν. Προς το παρόν ο Λευκός Οίκος έχει αποφύγει σε μεγάλο βαθμό να θίξει το θέμα με τον Τζο Μπάιντεν να επισημαίνει ότι η νομιμότητα της κυβέρνησης στο Αφγανιστάν θα εξαρτηθεί από το κατά πόσον οι Ταλιμπάν τηρούν τις διεθνείς δεσμεύσεις τους και εμποδίζουν τρομοκρατικές οργανώσεις να εξυφαίνουν από τα εδάφη της χώρας σχέδια επιθέσεων κατά άλλων χωρών.
Ωστόσο, όπως σημειώνει σε ανάλυσή του το Bloomberg, όσο δύσκολη κι αν είναι μια εμπλοκή των ΗΠΑ με τους Ταλιμπάν η εναλλακτική ίσως είναι χειρότερη, αφού ένα αποτυχημένο κράτος ή η επιστροφή του εμφυλίου στο Αφγανιστάν θα δημιουργούσε κατάλληλες προϋποθέσεις για τζιχαντιστές που οραματίζονται επιθέσεις κατά των ΗΠΑ. Η πρώτη επίσημη αναγνώριση από μεγάλη δύναμη της κυβέρνησης των Ταλιμπάν δεν αποκλείεται να γίνει από την Κίνα, που έχει υποδεχθεί εκπροσώπους τους στο Πεκίνο και άφησε ανοικτό ένα τέτοιο ενδεχόμενο με πρόσφατες δηλώσεις Κινέζων αξιωματούχων.
Τι θα γίνει με την οικονομία του Αφγανιστάν;
Η οικονομία του Αφγανιστάν είναι στο χείλος της κατάρρευσης και μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις για την κυβέρνηση των Ταλιμπάν θα είναι να αποτρέψουν νέα σοκ που θα οδηγήσουν σε εκτόξευση του πληθωρισμού και ανθρωπιστική κρίση. Ο πόλεμος των ΗΠΑ και των συμμάχων τους άφησε την οικονομία της χώρας εξαρτώμενη από την ξένη χρηματοδότηση και βοήθεια. Κι η δέσμευση από της ΗΠΑ 9,5 δισ. δολαρίων της κεντρικής τράπεζας του αφανιστάν και η διακοπή της μεταφοράς μετρητών στη χώρα επιδείνωσε την κατάσταση.
Αμερικανικές κυρώσεις θα δυσχεράνουν τις προσπάθειες των Ταλιμπάν να κάνουν μπίζνες εκτός του Αφγανιστάν, ενώ οι τοπικές τράπεζες θα γονατίσουν αποκλεισμένες από την εισροή φρέσκου συναλλάγματος. Οι κυρώσεις «θα προκαλέσουν προβλήματα στις τράπεζες καθώς δεν έχουν πρόσβαση στη χρηματοδότηση που χρειάζονται για πελάτες, που έκαναν καταθέσεις σε δολάρια και τώρα δεν μπορούν να τα αποσύρουν», λέει ο πρώην διοικητής της κεντρικής τράπεζας του Αφγανιστάν, Ατζμάλ Αχτζμάντι. Από την πλευρά του, ο υφυπουργός Οικονομικών της ανατραπείσας κυβέρνησης του Ασράφ Γάνι, Ζαχίντ Χαμντάρντ, κάλεσε τη διεθνή κοινότητα να συνεχίσει να παράσχει βοήθεια στην πατρίδα του με το επιχείρημα ότι έτσι η νέα κυβέρνηση των Ταλιμπάν «θα εθιστεί στη βοήθεια». Μια υπό πόρους πρόσβαση στα αποθεματικά της χώρας και σε βοήθεια μέσω του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας θα βοηθούσε, ενώ οι αυστηρές κυρώσεις θα συνεχίσουν να υπονομεύουν την ελπίδα για σταθερότητα και μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης πό το καθεστώς των Ταλιμπάν, που «δεν θα μπορούν να κυβερνήσουν τη χώρα υπό τέτοιες κυρώσεις», πρόσθεσε ο Χαμντάρντ.
Ο τρόπος που θα κινηθούν οι Ταλιμπάν βραχυπρόθεσμα για την αποφυγή νέων σοκ στην οικονομία θα παίξει κεντρικό ρόλο για την υλοποίηση των ελπίδων τους να εκμεταλλευτούν τον τεράστιο ορυκτό πλούτο του Αφγανιστάν. Τόσο οι Ταλιμπάν όσο και η Κίνα θέλουν να επωφεληθούν από την εξόρυξη σπάνιων γαιών στις ορεινές περιοχές της χώρας και να επιταχύνουν την εξόρυξη πετρελαίου από το κοίτασμα στο Άμου Ντάρβα.
Πώς θα συνεχίσει το Αφγανιστάν να επηρεάζει τη Δύση
Η κατάρρευση σαν χάρτινος πύργος των αφγανικών δυνάμεων, που οι οι ΗΠΑ είχαν εξοπλίσει και εκπαιδεύσει, και η χαοτική αποχώρηση των αμερικανικών δυνάμεων από τη χώρα έχει ήδη προκαλέσει τεράστιο πολιτικό κόστος στον Τζο Μπάιντεν και ζημιά στις σχέσεις της Ουάσιγκτον με συμμάχους τους, αλλά η κρίση ίσως μόλις τώρα αρχίζει καθώς οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί της πρέπει να δουν τι θα κάνουν με τις δεκάδες χιλιάδες των Αφγανών προσφύγων, πολλοί εκ των οποίων εγκατέλειψαν την πατρίδα τους με ελάχιστα έγγραφα ταυτοποίησης. Ο Λευκός Οίκος είπε ότι θα περάσει τους Αφγανούς που φθάνουν στις ΗΠΑ από μια διαδικασία για την εγκατάστασή τους, που μπορεί να πάρει πάνω από ένα χρόνο ενώ οι ηγέτες στη Γερμανία και τη Γαλλία, αντιμέτωποι με εκλογικές αναμετρήσεις τον Σεπτέμβριο και την ερχόμενη άνοιξη αντίστοιχα, φοβούνται ένα προσφυγικό κύμα που θα μπορούσε να πυροδοτήσει αναβίωση του ακροδεξιού εθνικισμού. Η προοπτική νέων προσφυγικών καταυλισμών, που θα στηθούν βιαστικά σε χώρες που συναίνεσαν σε προσωρινή φιλοξενία Αφγανών προσφύγων είναι εφιαλτική ειδικά για τους Αφγανούς εκείνους που είχαν συνεργαστεί με τις αμερικανικές δυνάμεις στην πατρίδα τους.
Οι πολιτικοί αντίπαλοι του Μπάιντεν, ανάμεσά τους και ο Ντόναλντ Τραμπ και οι περί αυτόν – ήδη κατηγορούν την κυβέρνηση ότι τα έκανα θάλασσα και τροφοδοτούν τα αντιμεταναστευτικά αισθήματα της κοινής γνώμης και η χαοτική αποχώρηση σε συνδυασμό με τις εικόνες της επιστροφής των σορών Αμερικανών στρατιωτών που σκοτώθηκαν στο μακελειό της Καμπούλ μπορεί να ρίξουν βαριά σκιά στις προσπάθειες των Δημοκρατικών να διατηρήσουν την πλειοψηφία στο Κογκρέσο κατά τις ενδιάμεσες εκλογές.
Πέραν τούτων, η αποχώρηση των αμερικανικών δυνάμεων από το Αφγανιστάν εγκυμονεί και μακροπρόθεσμους κινδύνους, καθώς τρομοκρατικές οργανώσεις, όπως ο βραχίονας του ISIS στη χώρα, καραδοκούν για να εκμεταλλευτούν το κενό καθώς οι Ταλιμπάν πασχίζουν να διατηρήσουν τον έλεγχο. Ο Μπάιντεν έχει υποστηρίξει ότι οι ΗΠΑ μπορούν με την αξιοποίηση πληροφοριών και της αεροπορικής τους ισχύος να αποτρέψουν επιθέσεις τρομοκρατικών οργανώσεων, αλλά αυτό είναι δύσκολο καθώς δεν διαθέτουν δυνάμεις επί του εδάφους, πόσω μάλλον που οι Ταλιμπάν αποφυλάκισαν δεκάδες κρατουμένους που είχαν διασυνδέσεις με τρομοκρατικά δίκτυα.
Κίνα και Ρωσία καραδοκούν
Η αποχώρηση των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν δημιουργεί ένα κενό εξουσίας, που ίσως θελήσουν να καλύψουν Ρωσία και Κίνα, αν και η εμπλοκή στη χώρα εγκυμονεί κινδύνους. Για την Κίνα το Αφγανιστάν αντιπροσωπεύει μια νέα ευκαιρία για την επέκταση του νέου δρόμου του μεταξιού και εκμετάλλευση των μεγάλων κοιτασμάτων σιδήρου, χαλκού, λιθίου και σπάνιων γαιών υπεραπαραίτητων για τα μικροτσίπ.
Αλλά οι πρόσφατες χαοτικές εξελίξεις υπογραμμίζουν τους κινδύνους εμπλοκής στη χώρα, χώρια που η Κίνα ανησυχεί μήπως Ουιγούροι αυτονομιστές εισέλθουν από απόμερους διαδρόμους στη μεθοριακή της γραμμή με το Αφγανιστάν στη δυτική επαρχία Σιντζιάνγκ, ενώ έχει ζητήσει από τους Ταλιμπάν να εξαλείψουν έναν από τους παραδοσιακούς συμμάχους τους, το Ισλαμικό Κίνημα του Ανατολικού Τουρκεστάν που επιδιώκει την αυτονόμηση των Ουιγούρων.
Εξ’ ίσου περίπλοκο είναι το πρόβλημα του Αφγανιστάν για τη Ρωσία. Η Μόσχα έχει επενδύσει στη βελτίωση των σχέσεων με τους Ταλιμπάν, αντιπροσωπεία των οποίων επισκέφθηκε τη ρωσική πρωτεύουσα και η αποχώρηση των ΗΠΑ κατάφερε όχι μόνον ένα πλήγμα στο αντίπαλον δέος, αλλά άνοιξε και το δρόμο στη Ρωσία να επεκτείνει τη σφαίρα επιρροής της. Ωστόσο, το Κρεμλίνο ανησυχεί και για το λαθρεμπόριο οπίου και ναρκωτικών αλλά και την είσοδο ισλαμιστών μαχητών από το Αφγανιστάν σε πρώην σοβιετικές δημοκρατίες στο μαλακό υπογάστριό της, μεταξύ των οποίων το Τατζικιστάν, το Ουζμπεκιστάν και το Κιργιστάν.