Μια συνταξιούχος διευθύντρια πίστευε ότι είχε βρει την αγάπη σε έναν νεαρό επίτροπο εκκλησίας. Αυτή ήταν 81 ετών κι εκείνος ένας 25χρονος ψυχοπαθής που πρόσφατα είχε δολοφονήσει τον ηλικιωμένο εραστή του.
Τα ερωτικά γράμματα που έστειλε ο Μπεν Φιλντ στην Αν Μουρ-Μάρτιν, από νωρίς στη σχέση τους, την είχαν κάνει να τον ερωτευτεί τρελά.
Παρά τα 56 χρόνια που τους χώριζαν, η Αν, συνταξιούχος διευθύντρια του δημοτικού σχολείου και ευσεβής Καθολική, ήταν τόσο ενθουσιασμένη με τον Βαπτιστή γιο του υπουργού, όπως φαινόταν να είναι κι εκείνος μαζί της. Όταν της έστειλε μια φωτογραφία του σε κορνίζα, χαραγμένη με τις λέξεις «Είμαι πάντα μαζί σου», την έβαλε με υπερηφάνεια στον τοίχο πάνω από το μπουντουάρ της.
Σύμφωνα με την ανιψιά της, Αν-Μαρί Μπλέικ, συμπεριφερόταν σαν «ερωτοχτυπημένη έφηβη». Για την Αν, που ήταν άγαμη και είχε ζήσει με την ηλικιωμένη μητέρα της μέχρι τον θάνατό της στη δεκαετία του 1990, φαινόταν υπέροχο που βρήκε την αγάπη τόσο αργά στη ζωή. Αλλά δεν ήταν η πρώτη φορά που ο Φιλντ είχε δηλώσει αέναη αφοσίωση σε κάποιον μεγαλύτερό του για πολλά χρόνια.
Πράγματι, είχε σχέση με έναν άλλο συνταξιούχο δάσκαλο, τον 69χρονο Πίτερ Φάρκουαρ, ο οποίος ζούσε μόλις τρεις πόρτες μακριά από την Αν στο Maids Moreton, ένα χωριό στην άκρη της ήσυχης πόλης Home Counties του Μπάκιγχαμ.
Οι δύο άνδρες ήταν σύντροφοι για τέσσερα χρόνια, αλλά, όπως αναφέρει η Daily Mail, η σχέση αυτή διακόπηκε απότομα όταν, αφού έπεισε τον Πίτερ να αλλάξει τη διαθήκη του υπέρ του, ο Φιλντ τον δολοφόνησε στο δικό του σαλόνι, πείθοντας ή εξαναγκάζοντάς τον να καταναλώσει έναν επικίνδυνο συνδυασμό ηρεμιστικής φλουραζεπάμης και ουίσκι, και μετά τον έπνιξε με ένα μαξιλάρι.
Έκπληξη προκαλεί το γεγονός ότι τη γλίτωσε με τον φόνο του Πίτερ και ότι «ξαναχτύπησε» τόσο κοντά στον τόπο του εγκλήματος, στοχεύοντας τη γειτόνισσα του Πίτερ, την Ανν Μουρ-Μάρτιν. Λέγεται μάλιστα πως ο Φιλντ είχε υποβάλει τον Πίτερ σε μήνες ψυχικού βασανισμού και ότι τον νάρκωνε κρυφά με ηρεμιστικά και παραισθησιογόνα. Και δεν ήταν λιγότερο σκληρός με την Αν Μουρ-Μάρτιν.
Όπως σημειώνει ο Ντέιβιντ Γουίλσον για την Daily Mail, o Φιλντ άρχισε να την πολιορκεί σχεδόν αμέσως μετά τον θάνατο του Πίτερ, τον Οκτώβριο του 2015. Ήταν επίτροπος της εκκλησίας στο Stowe Parish Church, και αν, όπως σκόπευε, είχε γίνει ιερέας, θα μπορούσε να είχε προσθέσει πολλά ακόμη ονόματα στη λίστα των πιθανών θυμάτων, συμπεριλαμβανομένων των γονιών του, όπως ανακαλύφθηκε μετά τη σύλληψή του.
«Έλεγε ότι τον αγαπούσε», θυμάται η νύφη της Αν, Γκίλια Μουρ-Μάρτιν. Όταν έφυγε για διακοπές, της έγραφε καθημερινά. Την ίδια στιγμή, σκεφτόταν τρόπους να σκοτώσει την Αν, ενώ είχε και ροζ βίντεο μαζί της για να την εκβιάσει, σε περίπτωση που τα πράγματα δεν θα πήγαιναν όπως ήθελε. Και φυσικά άρχισε να την εξαπατά.
Το καλοκαίρι του 2016 κληρονόμησε 20.000 λίρες από τη διαθήκη του Πίτερ και, αργότερα εκείνο το έτος, άλλες 142.000 λίρες από την πώληση του σπιτιού που του κληροδότησε ο Πίτερ. Χρησιμοποίησε μέρος αυτών των χρημάτων για να αγοράσει ένα διαμέρισμα 97.000 λιρών στο Towcester, περίπου 12 μίλια από το Μπάκιγχαμ, αλλά ακόμα ήταν άπληστος για περισσότερα.
Όταν είπε στην Αν ότι χρειαζόταν ένα καινούργιο αυτοκίνητο, του έδωσε 4.400 λίρες, τις οποίες κράτησε, ενοικιάζοντας ένα αυτοκίνητο για να την κάνει να πιστεύει ότι είχε χρησιμοποιήσει τα χρήματα όπως ήθελε. Αργότερα είπε ψέματα ότι ο μικρότερος αδερφός του είχε προβλήματα στα νεφρά και χρειαζόταν χρήματα για να αγοράσει μια μηχανή αιμοκάθαρσης που μπορούσε να χρησιμοποιήσει ενώ σπούδαζε στο πανεπιστήμιο. Έτσι, η Αν του έδωσε 27.000 λίρες.
Προς το τέλος του 2016, άρχισε να αναπτύσσει ψυχολογικές τακτικές που περιλάμβαναν τη χρήση ενός λευκού μαρκαδόρου για να γράφει μηνύματα στους καθρέφτες της, που υποτίθεται τα είχε γράψει ο Θεός. Στη συνέχεια κατάφερε να τη βάλει να αλλάξει τη διαθήκη της υπέρ του, ενώ την απομάκρυνε από τους συγγενείς και τους φίλους της.
Μόνο όταν η θεία της μπήκε στο νοσοκομείο τον Φεβρουάριο του 2017, η Αν-Μαρί τελικά βρήκε την ευκαιρία να της μιλήσει ανοιχτά για τη σχέση της με τον Φιλντ. Μόλις εκείνη έμαθε ότι η Αν είχε αλλάξει τη διαθήκη της υπέρ του, ανησυχούσε τόσο πολύ που ήρθε σε επαφή με την αστυνομία. Όταν ανακάλυψαν ότι ο Φιλντ ήταν επίσης δικαιούχος της διαθήκης του Πίτερ, συνελήφθη με την υποψία της δολοφονίας.
Σε αυτό το σημείο, δεν υπήρχαν αρκετά αποδεικτικά στοιχεία για να τον κατηγορήσουν. Βγήκε με εγγύηση, εν αναμονή περαιτέρω ερευνών, και του απαγορεύτηκε να επικοινωνήσει με την Ανν, η οποία έπαθε σοκ και ντράπηκε όταν διαπίστωσε ότι είχε εξαπατηθεί. Βασανίστηκε από αυτό και δυσκολεύτηκε να δεχτεί την την προδοσία, λέγοντας: «Είμαι τόσο έξυπνη γυναίκα, πώς μπόρεσα να το αφήσω να συμβεί αυτό;».
Πέθανε από φυσικά αίτια, έχοντας περάσει τους τελευταίους μήνες της ζωής της τρομοκρατημένη με την ταπείνωση της απάτης του Φιλντ. Μετά από λίγους μήνες, εκείνος έκανε ένα κήρυγμα στην εκκλησία του πατέρα του, επιλέγοντας να μιλήσει για τη βιβλική εντολή «Ου φονεύσεις».
Στο κήρυγμα, που τώρα αφαιρέθηκε από τον ιστότοπο της εκκλησίας, υποστήριξε ότι όταν πρόκειται για τη δολοφονία, «θα πρέπει να επιτρέπεται να σκοτώνετε όποτε το κρίνετε απαραίτητο».
Κατά τη διάρκεια της δίκης των 77 ημερών, η οποία ξεκίνησε στο Oxford Crown Court τον Απρίλιο του 2019, ο Φιλντ επέλεξε να δώσει αποδεικτικά στοιχεία για την υπεράσπισή του -εξαιρετικά ασυνήθιστο για κάποιον που κατηγορείται για φόνο. Το δικαστήριο δεν πείστηκε και τον έκρινε ένοχο για δολοφονία.