Για τη στιγμή που κατάφερε να δραπετεύσει από τους διεστραμμένους γονείς της που την κακοποιούσαν, μίλησε μία νεαρή κοπέλα, μέλος της διαβόητης οικογένειας Τέρπιν.
Η Τζόρνταν Τέρπιν, τότε 17 ετών, έκανε το σημαντικό τηλεφώνημα στην αστυνομία τον Ιανουάριο του 2018, το οποίο βοήθησε στην απελευθέρωση των άλλων 12 αδερφών της. Η ίδια δραπέτευσε από το σπίτι τους στην Καλιφόρνια μέσω ενός παραθύρου και είπε στους αστυνομικούς ότι τα αδέρφια της κακοποιούνταν.
Η Τζόρνταν είπε στη δημοσιογράφο του ABC, Νταϊάν Σόγιερ, ότι περπατούσε στο δρόμο αφού διέφυγε καθώς «δεν ήξερε για τα πεζοδρόμια».
«Υποτίθεται ότι πρέπει να είσαι στο πεζοδρόμιο, αλλά δεν είχα πάει ποτέ εκεί έξω», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Μάλιστα, αποκάλυψε ότι δεν μπορούσε πραγματικά να καλέσει το 911 επειδή το σώμα της έτρεμε. «Νομίζω ότι ήμασταν κοντά στο θάνατο τόσες φορές. Ήταν κυριολεκτικά ένα τώρα ή ποτέ. Αν μου συνέβαινε κάτι, τουλάχιστον θα πέθαινα προσπαθώντας», είπε η νεαρή κοπέλα.
Συγκεκριμένα, η Τζόρνταν είπε στο οδυνηρό τηλεφώνημα: «Εμ, γεια; Μόλις έφυγα από το σπίτι επειδή ζω σε μια οικογένεια 15 ατόμων. Εντάξει; Μπορείτε να με ακούσετε; Και έχουμε κακοποιητικούς γονείς. Το άκουσατε αυτό;».
Στο ηχητικό, λέει ότι οι γονείς τραβούσαν με δύναμη τα μαλλιά των παιδιών τους, προσθέτοντας ότι «τους αρέσει να μας πετάνε απέναντι από το δωμάτιο». Λιγότερο από δύο ώρες αφότου η Τζόρνταν έκανε την κλήση, ο Ντέιβιντ και η Λουίζ Τέρπιν ήταν με χειροπέδες.
Η Τζόρνταν και η μεγαλύτερη αδερφή της Τζένιφερ είναι τα πρώτα από τα παιδιά των Τέρπιν που μίλησαν ανοιχτά για την οδυνηρή δοκιμασία τους. Η Τζένιφερ είπε ότι η «μόνη λέξη» που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει για να αποκαλέσει τις συνθήκες τους είναι «κόλαση».
Είπε στη Σόγιερ ότι ελπίζει ότι το όνομα της οικογένειας Τέρπιν θα μείνει στη μνήμη για το πόσο «δυνατοί» είναι και ότι «δεν είναι σπασμένοι» μετά από όσα υπέμειναν.
«Βασανιστήρια»
Τα παιδιά ζούσαν από σάντουιτς, ενώ οι σατανικοί γονείς τους Ντέιβιντ και Λουίζ επιτρεπόταν να τρώνε φαγητά σε πακέτο. Στα παιδιά επίσης δεν επιτρεπόταν να ασκούνται και τους απαγορεύτηκε να συναναστρέφονται μεταξύ τους. Οι γονείς βασάνιζαν τα παιδιά αφήνοντας έξω φαγητά όπως μηλόπιτες και κολοκυθόπιτες.
Αγόραζαν παιχνίδια για τα παιδιά τους αλλά δεν τους άφηναν να τα ανοίξουν, αναφέρει το NBC. Επίσης, οι αστυνομικοί αποκάλυψαν στο δικαστήριο ότι στα παιδιά επιτρεπόταν να κάνουν ντους μόνο μία φορά το χρόνο.
Έκτοτε εμφανίστηκαν πλάνα από την κάμερα της αστυνομίας που δείχνουν τη στιγμή που οι αστυνομικοί μπαίνουν στην ιδιοκτησία της οικογένειας πριν σώσουν τα παιδιά.
Ο Ντέιβιντ και η Λουίζ ρωτούνται πόσα παιδιά έχουν. Και οι δύο λένε 13. Οι αστυνομικοί ανακαλύπτουν δύο από τα παιδιά με αλυσίδες δεμένα στο κρεβάτι και βρήκαν μια αλυσίδα να κρέμεται από αυτό που φαίνεται να είναι μια κουκέτα.
Ο 57χρονος τότε Ντέιβιντ, και η 50χρονη τότε Λουίζ, καταδικάστηκαν σε 25 χρόνια πίσω από τα κάγκελα για την απαίσια κακοποίηση και φυλάκιση των παιδιών τους.
Το ζευγάρι συνελήφθη τον Ιανουάριο του 2018 και αργότερα ομολόγησε την ενοχή του για κακοποίηση και φυλάκιση των παιδιών τους στο σπίτι τους.
Δήλωσαν ένοχοι σε 14 κατηγορίες, συμπεριλαμβανομένης της σκληρότητας σε εξαρτώμενο από ενήλικα, της σκληρότητας κατά παιδιών, των βασανιστηρίων και της παράνομης κράτησης τους.
Το 2020, ο αναπληρωτής
εισαγγελέας της κομητείας Riverside, Κέβιν
Μπίτσαμ, αποκάλυψε ότι τα αδέρφια
«συνεχίζουν τη ζωή τους». Μιλώντας στο
People, είπε:
«Μερικοί από αυτούς ζουν ανεξάρτητα,
μένουν στο διαμέρισμά τους και έχουν
δουλειές και πηγαίνουν σχολείο. Κάποιοι
είναι εθελοντές στην κοινότητα. Πηγαίνουν
στην εκκλησία».
Ο δικηγόρος είπε
ότι τα μικρότερα αδέρφια μπορούν να
«ανακάμψουν καλύτερα» καθώς «δεν είχαν
τόσα χρόνια κακοποίησης και παραμέλησης».
Αποκάλυψε ότι μερικά από τα αδέρφια
είχαν αλλάξει τα ονόματά τους, αλλά είπε
ότι εξακολουθούν να συναντιούνται
μεταξύ τους.