Πολλά από τα μεγάλα φράγματα νερού στη Γη γερνάνε πια και αποτελούνε ένα νέο παράγοντα κινδύνου, σύμφωνα με μία νέα μελέτη από το Ινστιτούτο για το Νερό, το Περιβάλλον και την Υγεία του Πανεπιστημίου των Ηνωμένων Εθνών.
Τα περισσότερα από τα 58.700 μεγάλα υδροηλεκτρικά φράγματα ανά τον κόσμο, τα οποία έχουν κατασκευασθεί μεταξύ 1930 και 1970, σχεδιάστηκαν για να διαρκέσουν 50 έως 100 χρόνια, συνεπώς συνιστούν σταδιακά ένα αναδυόμενο καθόλου αμελητέο κίνδυνο, σύμφωνα με τους ερευνητές.
Η έρευνα εκτιμά ότι έως το 2050, πάνω από το μισό του παγκόσμιου πληθυσμού θα ζει κάτω από δεκάδες χιλιάδες γερασμένα μεγάλα φράγματα. «Πρόκειται για ένα αναδυόμενο παγκόσμιο κίνδυνο, στον οποίο δεν έχουμε δώσει ακόμη προσοχή. Ο κίνδυνος από τα φράγματα μεγαλώνει χρόνο με το χρόνο, δεκαετία με τη δεκαετία», προειδοποίησε ο διευθυντής του ινστιτούτου, Βλαντιμίρ Σμάκτιν. Όπως ανέφερε, «ένα μεγάλο τσιμεντένιο φράγμα 50 ετών, πιθανότατα θα αρχίσει να εμφανίζει σημάδια γήρανσης».
Η «χρυσή» εποχή των φραγμάτων στην Ευρώπη και στις άλλες ανεπτυγμένες χώρες, ήταν στις δεκαετίες του 1960 και 1970. Επειδή έχει έκτοτε μειωθεί δραστικά ο αριθμός των νέων μεγάλων φραγμάτων που βρίσκονται υπό κατασκευή ή σχεδιασμό, το παγκόσμιο δυναμικό των φραγμάτων γερνάει συνεχώς. Χάρη στην έμφαση στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (αιολική, ηλιακή κ.ά.), πολλά από τα σχεδιαζόμενα φράγματα πιθανώς δεν θα κατασκευαστούν ποτέ, καθώς δεν αναμένεται να υπάρξει άλλη κατασκευαστική «επανάσταση» στα φράγματα.
Αν ένα φράγμα έχει σχεδιαστεί καλά, έχει κατασκευαστεί σωστά και συντηρείται κανονικά, τότε μπορεί εύκολα να παραμείνει λειτουργικό για ένα τουλάχιστον αιώνα. Το πρόβλημα όμως είναι ότι αρκετά από τα μεγάλα φράγματα στον πλανήτη δεν πληρούν κάποια - ή κάποιες - από αυτές τις τρεις προϋποθέσεις. Δεκάδες έχουν υποστεί σημαντικές ζημιές ή και κατάρρευση κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες, από τις ΗΠΑ μέχρι την Ινδία, τη Βραζιλία και το Αφγανιστάν.
Ο αριθμός των προβληματικών φραγμάτων αυξάνεται κάθε χρόνο και ο κίνδυνος επιτείνεται λόγω της κλιματικής αλλαγής, η οποία έχει κάνει πιο συχνές τις καταρρακτώδεις βροχοπτώσεις και τις πλημμύρες, με αποτέλεσμα να αυξάνεται ο κίνδυνος υπερχείλισης των φραγμάτων, αλλά και διάβρωσης τους. Εκτός από τον κίνδυνο για τους πληθυσμούς στα κατάντη των υδροηλεκτρικών φραγμάτων, τα τελευταία γίνονται λιγότερο αποτελεσματικά και στην παραγωγή ηλεκτρισμού.
Η μελέτη, αν και θεωρεί σπάνια μια μεγάλης κλίμακας καταστροφή σε ένα φράγμα, επισημαίνει την πρόκληση να αυξηθούν οι προσπάθειες συντήρησης των φραγμάτων (που εκ των πραγμάτων γίνονται μια ολοένα πιο δαπανηρή διαδικασία) και παράλληλα να τεθούν εκτός λειτουργίας μια σειρά από φράγματα που κρίνονται πλέον μη ασφαλή ή δυσλειτουργικά - ένα φαινόμενο που κερδίζει έδαφος στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ. Όμως μέχρι σήμερα, λίγα μεγάλα φράγματα έχουν πάρει «σύνταξη», συνεπώς δεν υπάρχει αρκετή σχετική τεχνογνωσία. Ο «παροπλισμός» ακόμη κι ενός μικρομεσαίου φράγματος, απαιτεί εργασίες ετών, αν όχι δεκαετιών.
Στην Ινδία, 64 μεγάλα φράγματα θα έχουν ηλικία τουλάχιστον 150 ετών το 2050. Στη Βόρεια Αμερική και στην Ασία υπάρχουν ήδη περίπου 2.300 εν λειτουργία φράγματα που έχουν ηλικία άνω των 100 ετών και 16.000 που είναι 50 έως 100 ετών. Στην Ευρώπη, εκτιμάται ότι περίπου ένα στα δέκα μεγάλα φράγματα έχει ηλικία πάνω από ένα αιώνα.
Παγκοσμίως εκτιμάται ότι 7.000 έως 8.300 κυβικά χιλιόμετρα νερού βρίσκονται παγιδευμένα πίσω από μεγάλα φράγματα, αρκετά για να σκεπάσουν σχεδόν όλο τον Καναδά κάτω από ένα μέτρο νερού. Σχεδόν το 50% της παγκόσμιας ροής των ποταμών εμποδίζεται από φράγματα, κάτι που δημιουργεί αυξανόμενες περιβαλλοντικές και κοινωνικές ανησυχίες, πέρα από εκείνες για την ασφάλεια.
Το 93% των μεγάλων φραγμάτων (τέτοια θεωρούνται όσα έχουν ύψος τουλάχιστον 15 μέτρων ή όγκο νερού τουλάχιστον τρία εκατομμύρια κυβικά μέτρα νερού) βρίσκονται σε μόνο 25 χώρες, με την «πρωταθλήτρια» Κίνα να διαθέτει το 40% του συνόλου (σχεδόν 24.000). Πάνω από τα μισά φράγματα του κόσμου (το 55% ή συνολικά 32.716) βρίσκονται σε μόνο τέσσερις χώρες της Ασίας: Κίνα, Ινδία, Ιαπωνία και Ν.Κορέα.